Η Χάνα Αρεντ συνέβαλε όσο λίγοι στοχαστές στον 20ό αιώνα στην κατανόηση της σημασίας του ρόλου του ρατσισμού και του αντισημιτισμού. Αλλωστε, ήταν αυτή που με την έννοια του «δικαιώματος να έχεις δικαιώματα» περιέγραψε με τον πιο σαφή τρόπο την πρόκληση που γέννησαν και εξακολουθούν να θέτουν τα κύματα προσφύγων ως των ανθρώπων που αντιμετωπίζονται ως να μην τους αναλογούν δικαιώματα. Επιπρόσθετα, με τη μελέτη της πάνω στον ολοκληρωτισμό και τις απαρχές του αλλά και με το ευρύτερο φιλοσοφικό της έργο παραμένει σημείο αναφοράς μέσα στη συζήτηση για τη σύγχρονη δημοκρατική και χειραφετητική πολιτική.
Μια ιδιαίτερα σημαντική πλευρά της ζωής και του έργου της Αρεντ ήταν η εμπλοκή της με το σιωνιστικό κίνημα στις δεκαετίες του 1930 και του 1940, εμπλοκή που πήρε τη μορφή όχι μόνο της σχετικής αρθρογραφίας αλλά ειδικά την περίοδο που βρισκόταν στη Γαλλία, όπου είχε καταφύγει μετά την άνοδο των Ναζί και πριν από την αναγκαστική της μετανάστευση της ΗΠΑ, και της ενεργού δράσης για την υποστήριξη της εβραϊκής μετανάστευσης στην Παλαιστίνη.
Στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου η Αρεντ θα επιμείνει ιδιαίτερα στην πρόταση να διαμορφωθεί ένας εβραϊκός στρατός στο πλαίσιο των συμμαχικών δυνάμεων και όχι απλώς κάποιες εβραϊκές μονάδες εντός του βρετανικού στρατού όπως έγινε τελικά. Ωστόσο, ταυτόχρονα θα παρακολουθεί τις εξελίξεις στην Παλαιστίνη, παρατηρώντας με ιδιαίτερη ανησυχία την άνοδο του ρεύματος του λεγόμενου «αναθεωρητικού σιωνισμού» ο οποίος ήταν «μαξιμαλιστικός» ως προς τη διεκδίκηση του συνόλου της έκτασης της «Γης του Ισραήλ» και ταυτόχρονα δεν έκανε πλέον καμία συζήτηση για τη συνύπαρξη Εβραίων και Αράβων στο υπό διαμόρφωση εβραϊκό κράτος.
Οι εξελίξεις αυτές θα κάνουν την Αρεντ να είναι ολοένα και πιο επικριτική απέναντι στην κατεύθυνση που έπαιρνε το σιωνιστικό κίνημα. Η Αρεντ θα μοιράζεται τον πυρήνα του σιωνιστικού αιτήματος, δηλαδή τη διαμόρφωση μιας πατρίδας για τους Εβραίους στην Παλαιστίνη, όμως θα διαφωνεί με τον τρόπο που ήδη προς το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου το αίτημα διαμορφωνόταν ως την ανάγκη για ένα εβραϊκό κυρίαρχο κράτος στην Παλαιστίνη. Αντιθέτως, η ίδια θα επιμείνει στο αίτημα ενός κράτους όπου θα μπορούν να συνυπάρξουν και οι δύο εθνότητες, οι Εβραίοι και οι Αραβες.
Εθνικιστική ιδεολογία
Η κριτική της Αρεντ στην κατεύθυνση που έπαιρναν τα πράγματα με το σιωνιστικό κίνημα αφορούσε κυρίως το πώς υιοθετούνταν κλασικά γνωρίσματα μιας εθνικιστικής ιδεολογίας που όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν ήταν βέβαιο ότι θα λειτουργούσαν θετικά. Αλλωστε, η Αρεντ μπορεί να υποστήριζε τη μετανάστευση στην Παλαιστίνη, όμως την ίδια στιγμή αντιμετώπιζε, τουλάχιστον σε εκείνη τη φάση, θετικά τον τρόπο που η Σοβιετική Ενωση φαινόταν να προσφέρει μια απάντηση στον αντισημιτισμό που δεν περιλάμβανε υποχρεωτικά τη δημιουργία ενός εβραϊκού κράτους.
Η Αρεντ πίστευε ότι ο εθνικισμός των αναθεωρητών σιωνιστών ήταν ένας εθνικισμός που δεν μπορούσε να απαντήσει στο τι θα γίνει με ένα προτεινόμενο εβραϊκό κράτος που θα περιβαλλόταν από αραβικά κράτη και λαούς, ακόμη και εάν υλοποιούνταν το σχέδιο για πλήρη μεταφορά των Αράβων εκτός του εδάφους του. Ολα αυτά σχετίζονταν και με τον τρόπο που η Αρεντ πίστευε ότι ο εθνικισμός είχε αρχίσει να δείχνει τα όριά του γενικότερα και ότι το μέλλον ήταν ευρύτερες ενότητες και ομοσπονδιακές συγκροτήσεις.
Το κείμενο του 1948
Η κριτική στάση της Αρεντ στην κατεύθυνση που έπαιρνε το σιωνιστικό κίνημα γινόταν όλο και πιο έντονη όσο κλιμακωνόταν η ένοπλη σύγκρουση που αποτέλεσε τη γενέθλια στιγμή του νέου κράτους. Δεν είναι τυχαίο ότι θα συντάξει και θα συνυπογράψει μαζί με άλλους σημαντικούς εβραίους διανοουμένους, ανάμεσά τους τον Αλμπερτ Αϊνστάιν και τον Σίντνεϊ Χουκ, κείμενο που θα δημοσιευθεί τον Δεκέμβριο του 1948 στους «New York Times» στο οποίο θα καταγγέλλει τον Μεναχέμ Μπέγκιν και το κόμμα του, που λεγόταν «Χερούτ» (ελευθερία), ως ένα φασιστικό κόμμα, υπογραμμίζοντας μάλιστα τη σφαγή στο αραβικό χωριό Ντέιρ Γιασίν τον Απρίλιο του 1948 ως ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της τρομοκρατικής βίας.
Η ίδια η Αρεντ θα επιμείνει ότι ο στόχος για τη δημιουργία μιας εβραϊκής πατρίδας στην Παλαιστίνη δεν μπορούσε να ταυτιστεί με την «ψευδοκυριαρχία ενός εβραϊκού κράτους». Για την Αρεντ μόνο μια στερεή εβραιο-αραβική συνεργασία μπορούσε να αποτελέσει τη βάση ενός κράτους και όσο αυτή δεν επιτυγχανόταν δεν είχε νόημα να προχωρήσει η κρατική συγκρότηση, ενώ αυτό προϋπέθετε και τη διάλυση όλων των τρομοκρατικών οργανώσεων.
Συνύπαρξη των λαών
Για την Αρεντ η πολιτική χειραφέτηση της Παλαιστίνης μπορούσε να περάσει μόνο μέσα από βήματα όπως η τοπική αυτοκυβέρνηση και η διαμόρφωση μεικτών συμβουλίων Εβραίων και Αράβων σε τοπικό επίπεδο, στη μικρή κλίμακα και όσο πιο πολυάριθμων γινόταν. Ουσιαστικά, μια πρόταση για τη διαμόρφωση «από τα κάτω» των όρων για την κοινή πρακτική, τη συναντίληψη, τη συνύπαρξη και τελικά την από κοινού χειραφέτηση των δύο λαών.