Μία 20ετία νωρίτερα, όταν ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ανέλαβε το τιμόνι της Τουρκίας, ο κόσμος είχε βγει από τη νιρβάνα της αλλαγής χιλιετίας και προσπαθούσε ακόμη να ξεφύγει από το σοκ της 11ης Σεπτεμβρίου. Ηταν μια απόδειξη ότι δεν υπάρχουν δεδομένα στο παγκόσμιο χωριό και πως η μεταπολεμική αυτοσυγκράτηση και ευημερία δοκιμάζονται καθημερινά. Ακόμη και ο Ψυχρός Πόλεμος που είχε κρατήσει τέσσερις δεκαετίες, έμοιαζε με μια μακρά έστω ανάπαυλα σύνεσης. Εκεί, στο ξεκίνημα της νέας χιλιετίας, είχαν διαμορφωθεί τουλάχιστον πέντε βεβαιότητες που δύο δεκαετίες αργότερα έχουν διαψευστεί ποικιλοτρόπως. Τις σταχυολόγησε με τον δικό του τρόπο και ο Νίκος Δένδιας, κατά την παρέμβασή του στο συνέδριο του «Economist», κάνοντας λόγο για έναν «γεωπολιτικό γόρδιο δεσμό» και εστιάζοντας στη ρευστότητα που επικρατεί και στην ευρύτερη περιοχή μας.
Πριν από δύο δεκαετίες εκτιμούσαμε ότι η δημοκρατία έχει επικρατήσει στον πλανήτη και θα συνεχίσει να εξαπλώνεται. Μια δεύτερη λανθασμένη υπόθεση έλεγε ότι η Κίνα, όσο γίνεται πιο εύπορη και πιο ισχυρή οικονομικά, θα γινόταν πιο ανοιχτή και πιο δημοκρατική. Ο νέος σχεδιασμός προϋπέθετε ακόμη ότι ανεξαρτήτως της διεύρυνσης του ΝΑΤΟ προς Ανατολάς η Ρωσία θα γίνει μέλος της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής ασφάλειας, θα διασφαλίσει τη σταθερότητα στην περιοχή της και θα παραμείνει σταθερός προμηθευτής φτηνής ενέργειας στην Ευρώπη. Η τέταρτη λάθος υπόθεση ήταν ότι μπορεί το παλαιστινιακό ζήτημα να παραγκωνιστεί και να αντιμετωπιστεί σε ένα απώτερο μέλλον, όταν οι διαχωριστικές γραμμές Ισραήλ και αραβικού κόσμου θα έχουν εξαλειφθεί. Η πέμπτη λάθος υπόθεση – κατά τον υπουργό Αμυνας, «ίσως η πιο καταστροφική» – ήταν ότι το μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης που ακολουθήσαμε τον 20ό αιώνα μπορεί να συνεχιστεί και τον 21ο αιώνα χωρίς να αντιμετωπιστούν οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής.
Αν ήθελε να εστιάσει στα καθ΄ ημάς, ο Δένδιας θα μπορούσε να προσθέσει και άλλες εσφαλμένες εκτιμήσεις, όπως ότι μια χώρα της ευρωζώνης είναι απολύτως θωρακισμένη και δεν πτωχεύει, ότι ένα κόμμα που θεωρητικώς εκπροσωπούσε μια ριζοσπαστική Αριστερά δεν θα μπορούσε να αναλάβει την κυβερνητική μπαγκέτα, ακόμη περισσότερο σε έναν συνεταιρισμό με την απέναντι πλευρά του πολιτικού εκκρεμούς, κ.λπ.
Στη γειτονιά μας, οι αντιδράσεις και το πλάνο του Ερντογάν που εξακολουθεί να δείχνει απρόβλεπτο είναι άλλη μία απόδειξη ότι κάθε σχεδιασμός θα πρέπει να συνυπολογίζει και την ανατροπή δεδομένων. Με τον πόλεμο Ισραήλ – Χαμάς να προκαλεί ήδη ένα παγκόσμιο βραχυκύκλωμα, είναι σαφές ότι Αθήνα και Αγκυρα βλέπουν από διαφορετική οπτική γωνία τη «σωστή πλευρά της Ιστορίας». Εάν ο τούρκος πρόεδρος δεν βλέπει τα μέλη της Χαμάς ως τρομοκράτες αλλά ως «απελευθερωτές», είναι εξίσου πρόδηλο ότι δεν έχει κανένα πρόβλημα να τινάξει στον αέρα κάθε σχέδιο προσέγγισης με το Ισραήλ, εποφθαλμιώντας εκ νέου έναν ρόλο ηγήτορα στο λεγόμενο μουσουλμανικό τόξο. Δεν είναι συνταγή που τον φέρνει πιο κοντά στη Δύση και μπορεί να τορπιλίσει κάθε γέφυρα που έστηναν μετά την επανεκλογή του – και με τις όποιες επιφυλάξεις – Βρυξέλλες και Ουάσιγκτον.
Το πρόβλημα για την Αθήνα είναι ότι το σκηνικό αλλάζει την ώρα που επιχειρείται μια επαναπροσέγγιση με την Αγκυρα με βασικό στόχο να διαμορφωθεί μια νέα ισορροπία στα ελληνοτουρκικά, μακριά από εντάσεις και επικίνδυνες καταστάσεις. Σε ένα τρίτο ραντεβού μέσα σε έξι μήνες, Μητσοτάκης και Ερντογάν θα ξαναβρεθούν στις 7 Δεκεμβρίου στη Θεσσαλονίκη, έχοντας στο τραπέζι ακόμη ένα ζήτημα που τους χωρίζει. Με τη θριαμβευτική λαϊκή εντολή νωπή στα χέρια τους, και οι δύο εκκινούν από μια κυρίαρχη θέση στο εσωτερικό, αλλά είναι ξεκάθαρο ότι ο Ερντογάν αισθάνεται πανίσχυρος παίκτης σε ευρύτερο πεδίο. Μπορεί οι στρατηγικές που συγκρούονται για όσα διαδραματίζονται στην ανατολική ακτή της Μεσογείου να αφήσουν ανέγγιχτη τη διμερή ατζέντα; Μπροστά στα νέα δεδομένα, στη Θεσσαλονίκη ενδέχεται να κριθεί εάν τα ελληνοτουρκικά θα επιστρέψουν και σε μια μάχη προσωπικής ισχύος.