Γεύση προϊστορικού εφιάλτη πήρε την περασμένη εβδομάδα η Βουλή, όταν ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Νίκος Ανδρουλάκης επανέφερε, από τα τάρταρα της μνήμης, ως… υπόδειγμα(!) την πιο άστοχη και ζημιογόνο για την Ελλάδα περίοδο της μεταπολεμικής ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, την οποία πέραν του ότι η χώρα πλήρωσε πάρα πολύ ακριβά και επί πολύ μεγάλο διάστημα, ακόμα και ο ίδιος ο εμπνευστής και πρωταγωνιστής της έκανε ό,τι του ήταν δυνατό, στο παρασκήνιο αρχικά, πιο ανοιχτά αργότερα, σταδιακά να ακυρώσει: την εξωτερική πολιτική του Ανδρέα Παπανδρέου με κύρια συνιστώσα της το «αντί» στη Δύση και ιδίως στις Ηνωμένες Πολιτείες και μαζί, βέβαια, στο Ισραήλ. Ολη αυτή η περίοδος ήταν εφιάλτης δίχως τέλος για τη θέση της Ελλάδας στον κόσμο και για τα συμφέροντα της χώρας που υπέστησαν δραματικά και αλλεπάλληλα πλήγματα με συνέπειες που κράτησαν δεκαετίες.
Ο τυφλός αντιδυτικισμός στον οποίο τζόγαρε ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν η καύσιμη ύλη για αύξηση των ποσοστών του σε ένα εκλογικό σώμα που για διάφορους λόγους… δαιμονιζόταν εναντίον της Δύσης με τον τρόπο που σήμερα συναντά κανείς λ.χ. στην ερντογανική Τουρκία ή σε άλλες τριτοκοσμικές, από πλευράς δημοκρατικής ολοκλήρωσης, χώρες. «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ» το ίδιο συνδικάτο, οι κακοί Αμερικάνοι που φταίνε για όλα και που θέλουν να μας πιουν το αίμα και οι σχεδόν εξίσου κακοί Ευρωπαίοι: αυτό ήταν το περιβάλλον που διαμόρφωσε ο Ανδρέας στη συνείδηση του μέσου Ελληνα για να εκτοξευθεί στο 48% του ’81. Και ο Αραφάτ, ο Καντάφι, οι Αδέσμευτοι, οι τριτοκοσμικοί, οι Σαντινίστας και διάφοροι εκκολαπτόμενοι εθνικοσοσιαλίζοντες δικτάτορες ανά τον κόσμο είχαν ξαφνικά γίνει οι καλύτεροι φίλοι μιας χαμένης Ελλάδας που ο Καραμανλής πάλευε από τη δεκαετία του ’50 να την ενσωματώσει πραγματικά, ουσιαστικά και πλήρως στους ατλαντικούς πρώτα και τους ευρωπαϊκούς θεσμούς έπειτα.
Το πρώτο βαρύ χτύπημα σε αυτή την πορεία το έδωσε η άνοδος των επίορκων συνταγματαρχών στην εξουσία, που μπλόκαρε επί επτά χρόνια την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας. Το δεύτερο επιχείρησε, αλλά, ευτυχώς, δεν κατάφερε τελικά, να το δώσει ο Ανδρέας Παπανδρέου που σηκώθηκε κι έφυγε με το ΠΑΣΟΚ από την ψηφοφορία για την ένταξη της Ελλάδας ως το 10ο πλήρες ισότιμο μέλος της ΕΟΚ το 1979 (αφού θέλει να θυμάται εκείνες τις εποχές, αυτό είναι το μεγάλο ορόσημό τους), αλλά και αργότερα, όταν έκανε άλλα υπέροχα, όπως, για παράδειγμα, όταν σε πλήρη σύγκρουση με το σύνολο των δυτικών κρατών, άνοιγε παρτίδες με τον αιμοσταγή πολωνό δικτάτορα Γιαρουζέλσκι, ή όταν η Ελλάδα έφτανε σε πρωτοφανή επίπεδα ανοχής της τρομοκρατίας, εγχώριας και μη, με τον τότε αμερικανό πρόεδρο Ρέιγκαν να χαρακτηρίζει – και όχι άδικα – το διεθνές αεροδρόμιο του Ελληνικού «ξέφραγο αμπέλι».
Η πολιτική του Ανδρέα Παπανδρέου στο Μεσανατολικό ήταν ένα τμήμα όλου αυτού του «αντί», του «κατά της Δύσης να ‘ναι κι ό,τι να ‘ναι», που το πληρώσαμε χρυσάφι. Βέβαια, ο Ανδρέας ήξερε πολύ καλύτερα απ’ αυτό που πουλούσε στους ψηφοφόρους του και τους αφιόνιζε μαζικά για να τους ελέγχει – και γι’ αυτό ο πρόεδρος του σημερινού ΠΑΣΟΚ θα έπρεπε να μην πατάει σε τέτοιους βάλτους. Γιατί ο Μητσοτάκης θα μπορούσε να του απαντήσει, αν ήταν βέβαια κι αυτός πιο μελετημένος στο παρασκήνιο της εποχής, ότι ο Ανδρέας ήδη από το 1984-85, κάνει στο παρασκήνιο ό,τι μπορεί για να πάρει πρόσκληση για τον Λευκό Οίκο με σκοπό να κάνει τη δική του «κωλοτούμπα». Ομως αυτή η απέλπιδα προσπάθεια, παρά τους διαμεσολαβητές που στέλνει κατά καιρούς στον Ρέιγκαν, δεν επιτυγχάνει το παραμικρό, καθώς γίνεται στα κρυφά και παράλληλα με την επίσημη γνωστή προαναφερθείσα γραμμή να συνεχίζεται ενισχυόμενη. Ομως ο Ρέιγκαν δεν μάσαγε από τέτοια, που απλώς ενίσχυαν διαρκώς την Τουρκία δραματικά εις βάρος της Ελλάδας.