«Ταχύτητα, αποτελεσματικότητα και μυστικότητα». Αυτό είναι το τρίπτυχο στο οποίο αναμένεται να κινηθεί στην υπόθεση των τηλεφωνικών παρακολουθήσεων ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αχιλλέας Ζήσης, όπως λένε στα «ΝΕΑ» ανώτατες πηγές από τον χώρο της Δικαιοσύνης, που έχουν στο παρελθόν ασχοληθεί με τη διερεύνηση σοβαρών ποινικών υποθέσεων και κινήθηκαν εντός αυτού του πλαισίου.
Με πρώτη ύλη τα σημαντικά ευρήματα και το αποδεικτικό υλικό, που αποτελεί ήδη το σώμα της δικογραφίας, μετά την πολύμηνη προκαταρκτική εξέταση που διενεργούσαν, μέχρι πριν λίγες μέρες, οι εισαγγελείς Πρωτοδικών Αγγελική Τριανταφύλλου και Κώστας Σπυρόπουλος, ο ανώτατος εισαγγελικός λειτουργός οργανώνει τα επόμενα βήματα της πολύ σοβαρής έρευνας που του ανατέθηκε για μία υπόθεση μείζονος σημασίας, η οποία το τελευταίο διάστημα βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της δικαστικής και πολιτικής επικαιρότητας.
Τα αδικήματα που βρίσκονται στο μικροσκόπιο της Δικαιοσύνης, δηλαδή το πλημμέλημα της παραβίασης του τηλεφωνικού απορρήτου και το κακούργημα της παραβίασης των προσωπικών δεδομένων έχουν ήδη καταγγελθεί από τους παθόντες – παρακολουθούμενους. Από την πλευρά της μάλιστα η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα υπό τον πρόεδρό της Κωνσταντίνο Μενουδάκο, όπως έχει γίνει γνωστό, έχει εντοπίσει 92 μηνύματα SMS απόπειρας εγκατάστασης κατασκοπευτικού λογισμικού, ιδίως όπως αυτό του Predator. Για τα ευρήματα αυτά μάλιστα η Αρχή έχει από την πρώτη στιγμή ενημερώσει τις αρμόδιες εισαγγελικές Αρχές, καθώς εκείνες έχουν τη μεγάλη ευθύνη της ταυτοποίησης των φυσικών προσώπων, τα οποία κρύβονται πίσω από τις συγκεκριμένες αξιόποινες πράξεις, που πλήττουν θεμελιώδη συνταγματικά δικαιώματα.
Η ταυτότητα των δραστών
Ετσι, τώρα με βάση αυτά τα δεδομένα της Αρχής, αλλά και με βάση τα υπόλοιπα στοιχεία, ο ανώτατος εισαγγελικός λειτουργός αναμένεται να στρέψει τον προβολέα της έρευνάς του στο επόμενο στάδιο που είναι η αποκάλυψη της ταυτότητας των δραστών, ώστε να προχωρήσει στο επόμενο κρίσιμο στάδιο που είναι η άσκηση της ποινικής δίωξης. Σε μία τέτοια περίπτωση μάλιστα, όπως επισημαίνεται, ακριβώς λόγω της σοβαρότητας της υπόθεσης, που και η ίδια η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεωργία Αδειλίνη στο έγγραφό της που σηματοδότησε την ιεραρχική αναβάθμιση της έρευνας χαρακτηρίζει ως «μείζονος σημασίας», η διενέργεια της κύριας ανάκρισης θα πρέπει να ανατεθεί σε εφέτη – ειδικό ανακριτή, όπως έχει συμβεί και παλαιότερα με πολλές σοβαρές ποινικές υποθέσεις.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η τελευταία ενέργεια των δύο εισαγγελέων Πρωτοδικών ήταν η προσπάθειά τους να διαπιστώσουν, μέσω της της Ανεξάρτητης Αρχής Διασφάλισης Απορρήτου Επικοινωνιών, πόσοι από τους στόχους που είχαν δεχθεί στο κινητό τους τηλέφωνο μήνυμα από το κακόβουλο λογισμικό Predator ήταν υπό παρακολούθηση και από την ΕΥΠ. Η προσπάθειά τους αυτή κατέτεινε στο να διαπιστώσουν εάν ενδεχομένως υπήρχε κοινό κέντρο παρακολούθηση συγκεκριμένων προσώπων, γεγονός που σε μία θετική περίπτωση θα διεύρυνε τον κύκλο των ελεγχόμενων – υπόπτων προσώπων και θα έδινε νέα ώθηση στις έρευνές τους. Ωστόσο, όπως έχει γίνει γνωστό η ΑΔΑΕ με οριακή πλειοψηφία, με ψήφους 4-3, επικαλούμενη και τη γνωμοδότηση του τέως εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ισίδωρου Ντογιάκου για τα όρια της αρμοδιότητάς της, απέρριψε το σχετικό αίτημα υψώνοντας επί της ουσίας το τείχος του απορρήτου και ενώπιον των εισαγγελέων, οι οποίοι διερευνούν την υπόθεση.
Τα επόμενα βήματα της υπόθεσης
Υπό αυτά τα δεδομένα, το επόμενο χρονικό διάστημα ενδέχεται από το γραφείο του ανώτατου εισαγγελέα να περάσουν ως μάρτυρες πρόσωπα που έχουν ήδη εξεταστεί από τους συναδέλφους του για να δώσουν συμπληρωματική κατάθεση, πρόσωπα που για πρώτη φορά θα λάβουν κλήση για να καταθέσουν, ενώ με ενδιαφέρον αναμένονται και οι απαντήσεις των διαφόρων Αρχών σε Ελλάδα και στο εξωτερικό όπου έχουν ήδη υποβληθεί μία σειρά αιτημάτων, με στόχο τη συγκέντρωση πληροφοριών για τον ρόλο που φέρεται ότι έχουν διαδραματίσει συγκεκριμένα φυσικά και νομικά πρόσωπα που βρίσκονται στο κάδρο των δικαστικών ερευνών.