Σχεδόν έναν μήνα μετά την επίθεση της Χαμάς εναντίον του Ισραήλ και τα ισραηλινά αντίποινα που επακολούθησαν, η τουρκική πολιτική εξακολουθεί να προσδιορίζεται από βραχυπρόθεσμους υπολογισμούς και τακτικούς ελιγμούς.
Οι οξείες επιθέσεις εναντίον της Δύσεως συνοδεύονται από την υπογραφή του διατάγματος για την έγκριση της εντάξεως της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ. Οι πρωτοφανείς σε ένταση κατηγορίες εναντίον του Ισραήλ δεν συνοδεύονται από τη διακοπή των διπλωματικών σχέσεων ή έστω την ανάκληση των τούρκων διπλωματών.
Η προσπάθεια να αποτραπεί η κατάρρευση του πολύ επικερδούς διμερούς εμπορίου μεταξύ Ισραήλ και Τουρκίας είναι εμφανής, αν και μάλλον μη ρεαλιστική δεδομένων των συνθηκών. Αξίζει να επισημανθεί η δημοφιλία της ρητορείας της τουρκικής κυβερνήσεως εντός συνόρων.
Η βαθμιαία απομάκρυνση από την πολιτική ίσων αποστάσεων των πρώτων ημερών και η ταύτιση με την πλευρά της Χαμάς συνάδει με τις αντιλήψεις της τουρκικής κοινής γνώμης.
H αντίδραση στην αντεπίθεση του Ισραήλ δεν περιορίζεται στους κόλπους των τούρκων ισλαμιστών, αλλά είναι ιδιαιτέρως δημοφιλής και εντός της τουρκικής Αριστεράς, η οποία διακρίνει στη Χαμάς αντιαποικιακά και αντι-ιμπεριαλιστικά χαρακτηριστικά παρά τον ακραιφνώς ισλαμιστικό της χαρακτήρα.
Ενδιαφέρον έχει επίσης και η προσπάθεια αναλήψεως διπλωματικών πρωτοβουλιών οι οποίες θα πιστοποιούσαν τον ηγετικό ρόλο της Τουρκίας στη Μέση Ανατολή.
Η πρόταση για την ίδρυση ενός μηχανισμού περιφερειακής ασφαλείας με τη συμμετοχή κρατών της περιοχής συνδέεται με την προσπάθεια στρατηγικού απογαλακτισμού της Μέσης Ανατολής από την επιρροή της Δύσεως, την εδραίωση της απομονώσεως του Ισραήλ και την ακύρωση των σημαντικών βημάτων που σημειώθηκαν με τις «Συμφωνίες του Αβραάμ».
Είχε προηγηθεί και η πρόταση για την εγκαθίδρυση ενός καθεστώτος εγγυήσεων για το Ισραήλ και την Παλαιστίνη με την Τουρκία να αναλαμβάνει τον ρόλο της εγγυήτριας δυνάμεως για το κράτος της Παλαιστίνης.
Μια τέτοια συμφωνία θα άνοιγε τον δρόμο για τη στρατιωτική παρουσία της Τουρκίας σε παλαιστινιακό έδαφος ακόμη και στην Ανατολική Ιερουσαλήμ, αν υπέθετε κανείς ότι θα εφαρμοζόταν η λύση δύο κρατών για το Παλαιστινιακό βάσει των διεθνώς αναγνωρισμένων συνόρων προ του πολέμου του 1967.
Αν και οι πιθανότητες να υλοποιηθούν οι ανωτέρω προτάσεις είναι ελάχιστες, αμφότερες προάγουν την προβολή των στρατιωτικών δυνατοτήτων της Τουρκίας σε μια περιοχή, ωστόσο, όπου η δημόσια εικόνα της παραμένει προβληματική.
Μπορεί η προσέγγιση της Τουρκίας με την Ισλαμική Αδελφότητα, το ανανεωμένο ενδιαφέρον για το Παλαιστινιακό και η υπεράσπιση της Χαμάς να συνέβαλαν στην ανάδειξη ενός ισχυρού φιλοτουρκικού λόμπι εντός σειράς μεσανατολικών κρατών.
Ωστόσο η ταύτιση της Τουρκίας με την Αδελφότητα έχει οδηγήσει και σε αντισυσπειρώσεις των ηγετικών ομάδων των κρατών, οι οποίες θεωρούν την Αδελφότητα θανάσιμο κίνδυνο για τη σταθερότητα της Μέσης Ανατολής και την Τουρκία ως μια από τις βασικές χορηγούς της.
Η αντίληψη ότι η επικράτηση της Ισλαμικής Αδελφότητος είναι αναπόδραστη και ότι ο νέος πολιτικός χάρτης της Μέσης Ανατολής θα προσφέρει στην Τουρκία την ευκαιρία να ηγεμονεύσει στρατηγικώς στην περιοχή έχει ήδη κοστίσει πολύ στην τουρκική εξωτερική πολιτική.
Η ταύτιση με τη Χαμάς μπορεί να αποφέρει τακτικά βραχυπρόθεσμα οφέλη, θα δυσχεράνει όμως σε βάθος χρόνου την επιτυχία των τουρκικών στρατηγικών στόχων στη Μέση Ανατολή.
Ο Ιωάννης Ν. Γρηγοριάδης είναι αναπληρωτής καθηγητής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Μπίλκεντ και επικεφαλής του Προγράμματος Τουρκίας στο Ελληνικό Ιδρυμα Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ)