Eχει γίνει όλο και πιο σαφές τα τελευταία χρόνια ότι η Κίνα έχει αρχίσει να απομακρύνεται από το μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης που βασίζεται στις εξαγωγές σε μια στρατηγική «εσωτερικής κυκλοφορίας» που δίνει έμφαση στην επέκταση της εγχώριας ζήτησης. Αν και αυτό φαίνεται σαν ένα φυσικό βήμα, η δημιουργία μιας εγχώριας αγοράς αρκετά μεγάλης για μια χώρα 1,4 δισεκατομμυρίων κατοίκων έχει αποδειχθεί πιο περίπλοκο εγχείρημα από ό,τι περίμεναν πολλοί οικονομολόγοι και αναλυτές.
Η προώθηση των εισαγωγών είναι αναμφισβήτητα ένα φυσικό επόμενο βήμα για κάθε χώρα που έχει σημειώσει πρόωρη επιτυχία μέσω της προώθησης των εξαγωγών. Κεντρικό στοιχείο αυτής της αλλαγής είναι η αναγνώριση ότι μια οικονομία δεν μπορεί να βασίζεται επ’ αόριστον στις εξαγωγές για να τονώσει την ανάπτυξη και να βελτιώσει το βιοτικό επίπεδο. Υιοθετώντας μια στρατηγική με επίκεντρο τις εισαγωγές, η Κίνα θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τις μακροχρόνιες εμπορικές ανισορροπίες της και να προσαρμόσει τους παρεμβατικούς μηχανισμούς που ιστορικά επηρέασαν τις συναλλαγματικές ισοτιμίες, τα επιτόκια και τη διαμόρφωση των μισθών. Η ευθυγράμμιση της αύξησης των μισθών με το ονομαστικό ΑΕΠ θα ενίσχυε τα εισοδήματα των νοικοκυριών και θα τόνωνε την ταχεία επέκταση του κλάδου των υπηρεσιών της Κίνας, ο οποίος προηγουμένως περιοριζόταν από την προσέγγιση των αρχών με γνώμονα τις εξαγωγές.
Επιπλέον, προωθώντας τις εισαγωγές μέσω ανατίμησης του νομίσματος και μειώσεων των δασμών, η Κίνα θα μπορούσε να μειώσει την τιμή των εισαγόμενων καταναλωτικών αγαθών και να αυξήσει δραματικά τις δαπάνες των νοικοκυριών. Η αύξηση των πραγματικών επιτοκίων θα αποτρέψει την κακή κατανομή κεφαλαίων, θα μειώσει το μερίδιο των επενδύσεων στο ΑΕΠ και θα επέτρεπε στην οικονομία να εξισορροπήσει εκ νέου τη συνολική ζήτηση. Το πιο σημαντικό, επιτρέποντας στην κυβέρνηση να σπάσει τον κύκλο των μεγάλων επενδύσεων και του χρέους, αυτή η μετάβαση θα απελευθερώσει περισσότερους δημοσιονομικούς πόρους για την κάλυψη των αναγκών των πολιτών και θα ελαχιστοποιήσει το βαρύ βάρος στα νοικοκυριά που αγωνίζονται να πληρώσουν για υγειονομική περίθαλψη, παιδική μέριμνα και εκπαίδευση εξοικονομώντας παράλληλα για συνταξιοδότηση.
Λαμβάνοντας υπόψη τα μαθήματα άλλων οικονομιών της Ανατολικής Ασίας, η Κίνα θα μπορούσε να αποφύγει τους κινδύνους, να εξισορροπήσει εκ νέου την οικονομία της και να επιτύχει βιώσιμη ανάπτυξη.
Ο Ζανγκ Γιουν είναι πρύτανης της School of Economics στο Fudan University και διευθυντής του China Center for Economic Studies – ομάδας σκέψης στη Σαγκάη