Η πρώτη φορά που ο Σαμ Χάλαμ άκουσε για το έγκλημα που θα του κόστιζε επτά χρόνια από τη ζωή του ήταν όταν δύο κορίτσια τον πλησίασαν στο δρόμο και του είπαν ότι ήξεραν τι είχε κάνει. Στην έκδηλη απορία του έκαναν λόγο για έναν καβγά σε δρόμο του ανατολικού Λονδίνου δυο μέρες νωρίτερα στον οποίο συμμετείχαν 40 άτομα τα οποία επιτέθηκαν σε έναν άλλο νεαρό άνδρα ο οποίος μόλις είχε ανακοινωθεί ότι πέθανε.
Ο Χάλαμ, που τότε ήταν 17 ετών και είχε καθαρό ποινικό μητρώο τις άκουγε σαστισμένος. Δεν ήταν στην περιοχή τη μέρα που του έλεγαν, οπότε και είχε συμμετοχή στην επίθεση εναντίον ενός δημοφιλή 21χρονου μαθητευόμενου σεφ, του Εσαγιά Κασαχούν. Το περιστατικό πάντως τον ανησύχησε αρκετά, ώστε να ρωτήσει τον αδελφό του αν θα έπρεπε να πάει στην αστυνομία. Εκείνος του είπε ότι δεν υπάρχει λόγος για μια ανυπόστατη φήμη να μπλέξει και ότι το θέμα θα ξεχνιόταν μέσα στις επόμενες μέρες.
Η αρχή του κακού
Μια εβδομάδα όμως αργότερα τον Οκτώβριο του 2004, πέντε αστυνομικοί εμφανίστηκαν στο διαμέρισμα της μητέρας του, τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν στο αστυνομικό τμήμα της Μπελγκράβια. Παρότι καταρρακώθηκε, όπως λέει ο ίδιος στον Guardian, δεν είχε καμιά ανησυχία για το αποτέλεσμα. Θα τους έλεγε ότι δεν ήταν εκεί, θα τους εξηγούσε που βρισκόταν και τι έκανε και θα τον άφηναν ελεύθερο μέσα σε λίγες ώρες.
Τίποτα όμως δεν έγινε όπως περίμενε. Ο ίδιος είπε στους αστυνομικούς ότι την ώρα του εγκλήματος έπαιζε ποδόσφαιρο με τον φίλο του Τίμοθι Χάριγκτον, αλλά εκείνος κατέθεσε ότι είχε να τον δει μια ολόκληρη εβδομάδα. Με το επιχείρημα ότι είπε εσκεμμένα ψέματα του απαγγέλθηκαν κατηγορίες και με συνοπτικές διαδικασίες οδηγήθηκε στο ίδρυμα για νεαρούς παραβάτες Feltham, όπου έμεινε ένα χρόνο περιμένοντας τη δίκη του. Όπως λέει, η μόνη σκέψη που τον κρατούσε ζωντανό ήταν στη δίκη θα αποδεικνυόταν η αλήθεια κι εκείνος θα ήταν ελεύθερος ξανά.
Οι δυο μάρτυρες κατηγορίας
Οκτώ άτομα δικάστηκαν για τη δολοφονία του Κασαχούν που θεωρήθηκε επεισόδιο ανάμεσα σε δύο ομάδες νέων από διαφορετικές περιοχές που ξεκίνησε όταν ένας από τη μία κοίταξε στραβά κάποιον από την άλλην. Το τραγικό ήταν ότι το θύμα που δέχτηκε το μοιραίο τραύμα στο κεφάλι από ένα ρόπαλο το οποίο την άκρη του είχε ένα καρφί, δεν ήταν ο στόχος αλλά πέθανε στην προσπάθεια του να σώσει έναν φίλο του που είχαν ρίξει στο έδαφος και χτυπούσαν οι δράστες.
Ατυχώς για τον Χάλαμ, δυο μάρτυρες τον τοποθέτησαν στον τόπο του εγκλήματος. Η πρώτη ήταν μια κοπέλα που κατέθεσε ότι τον είδε να απομακρύνεται από τον καυγά, και παρότι στην αντεξέταξη υποχρεώθηκε να παραδεχτεί ότι δεν μπορούσε να είναι σίγουρη ότι ήταν αυτός, αλλά το κακό είχε ήδη γίνει. Όπως θα πει αργότερα μια φίλη της ήθελε απλώς «κάποιον να κατηγορήσει» και ακριβώς αυτός είναι ο τίτλος του θεατρικού που ανέβηκε το 2012 γι’ αυτή τη συγκλονιστική υπόθεση. Ο δεύτερος είπε πάλι ότι τον είδε να κρατά το ρόπαλο με το καρφί και παρότι κατέθεσε ότι φορούσε κουκούλα και δεν μπορούσε να είναι σίγουρος τον είχε κατονομάσει και αυτό βάρυνε στην τελική ετυμηγορία της καταδίκης του. Όταν αργότερα ρωτήθηκε γι’ αυτό απάντησε ότι ήταν συγκλονισμένος από τον θάνατο του φίλου του και ήθελε κάποιος να τιμωρηθεί και ότι το όνομα του Χάλαμ του είχε δοθεί από την πρώτη μάρτυρα.
Η άδικη ετυμηγορία
Τι κι αν τελικά ο φίλος του Χάριγκτον κατέθεσε στη δίκη ότι έκανε λάθος και ήταν μαζί το μοιραίο βράδυ, ο Χάλαμ καταδικάστηκε για τον φόνο σε κάθειρξη 12 ετών. «Τα πόδια μου κόπηκαν στο άκουσμα της ετυμηγορίας. Δεν θυμάμαι τίποτα άλλο από εκείνη τη μέρα», λέει τώρα ο ίδιος στη βρετανική εφημερίδα. Δεκαοχτώ χρόνια αργότερα έχει ελευθερωθεί και η αλήθεια έχει αποκατασταθεί. Γυρίζοντας πίσω θυμάται πως αναγκάστηκε να ορθώσει ανάστημα στη φυλακή και αυτός που δεν είχε σηκώσει ποτέ χέρι σε κανέναν έμαθε να παλεύει για την επιβίωση του. «Εάν σε βρουν μαλθακό, σε έχουν ακριβώς εκεί που θέλουν», εξηγεί.
Σύντομα έγινε γνωστό ότι είναι αθώος, αφού στη φυλακή μαζί με τους άλλους που ήταν μπροστά στο εγκληματικό συμβάν, διαδόθηκε γοργά ότι εκείνος δεν ήταν μαζί τους. Έκανε φιλίες με πολλούς καλούς ανθρώπους, που γνώρισε και εκτίμησε πέρα από τις λανθασμένες πράξεις τους, έτυχε της προστασίας κάποιων εξ αυτών, ενώ στον έξω κόσμο η οικογένεια του και οι φίλοι του δεν έπαψαν ποτέ να παλεύουν να αποδείξουν την αθωότητα του.
Η αθώωση είχε βαρύ τίμημα
Το κατάφεραν με ένα επεισόδιο του Tonight Programme στο ITV το 2007, στη διάρκεια του οποίου και μέσα από πολλές συνεντεύξεις έγινε απόλυτα κατανοητό ότι ο Χάλαμ δεν ήταν με την ομάδα αυτών που τσακώθηκαν, άρα δεν ήταν και ο δράστης του εγκλήματος. Χρειάστηκαν όμως πολλά χρόνια και αρκετές εφέσεις για να αποδειχτεί η αλήθεια πέραν πάσης αμφιβολίας, χρονικό διάστημα στο οποίο μόνο η ρουτίνα των φυλακών –φαγητό, δουλειά, γυμναστήριο, κράτησε τη λογική του ανέπαφη, την οποία παρ’ ολίγο να χάσει όταν ο πατέρας του αυτοκτόνησε από τη στεναχώρια του που δεν μπορούσε να αποδείξει την αθωότητα του γιου του.
Έναν μήνα μετά ερευνήθηκε το περιεχόμενο του τηλεφώνου του Χάλαμ, που τόσα χρόνια κανείς αστυνομικός ή ερευνητής δεν είχε σκεφτεί να ψάξει, οπότε βρέθηκαν φωτογραφίες του νεαρού ακόμη τότε αγοριού με τη γιαγιά του στον κήπο και με τον πατέρα του στην παμπ το μοιραίο βράδυ. Και ναι, έπαιζε ποδόσφαιρο με τον Χάριγκτον, απλά το επόμενο απόγευμα. Τον Μάιο του 2016 η αθώωση του ήταν πανηγυρική. Μέχρι σήμερα όμως ο ίδιος παλεύει να ξεπεράσει το γεγονός ότι πέρασε 7 χρόνια στη φυλακή για ένα έγκλημα που δεν έκανε…