Για μία ακόμη χρονιά, η δημοσιοποίηση του Πόθεν Εσχες των πολιτικών εντυπωσιάζει. Οχι για τη χρησιμότητα, αλλά για την ολοκληρωτική, εκκωφαντική, κατάφωρα περιφρονητική για την ελάχιστη κοινή λογική και για το δημόσιο αίσθημα απόλυτη αχρηστία της. Και, φυσικά, καθώς ισχύουν όλα αυτά, είναι αναπόδραστο ότι μόνοι κερδισμένοι αυτής της ακάματης φαρσοκωμωδίας είναι δύο: τα πρωινάδικα και τα μεσημεριανάδικα από τη μία που έχουν να γεμίζουν και, από την άλλη, η βαθύτερη από τις παθογένειες της πολιτικής ζωής, η μήτρα όλων των δεινών της: η πλήρης ασυλία της υποκρισίας, ακόμα και της πιο εξόφθαλμης. Της κάθε μορφής ασυλίας, που εξαφανίζει την ουσία του δημοκρατικού πολιτεύματος και την καρδιά του κράτους δικαίου, θάβοντάς τη κάτω από «θεσμούς» που κατά τον τύπο δήθεν τα υπηρετούν, όμως, επί της ουσίας, το μόνο που κάνουν είναι να τα βραχυκυκλώνουν οριστικά και αμετάκλητα. Και τα ίδια, αλλά και τις αντιδράσεις που θα όφειλε να γεννά η απονεύρωσή τους, αλλά που, μέσα από αυτόν τον τρόπο, απονευρώνονται και εκείνες, καθώς η επίκληση μιας τυπολογίας, μιας «ασπίδας» που έχει θέσει το σύστημα και, υποτίθεται, λειτουργεί, είναι ένα «επιχείρημα» που πάντοτε θα βγαίνει μπροστά τελικά ως ανάσχεση κάθε επί της ουσίας ελεγκτικής διαδικασίας. Πασίδηλα υποκριτικά, αλλά το κάνει και θα συνεχίσει να το κάνει. Χωρίς να καλύπτει το «πόθεν», χωρίς να τρομάζει όταν «απαιτεί» απαντήσεις για το «έσχες». Γιατί, πάντα, υπάρχει διαφυγή.
Αυτό το ελληνικό έκδοχο «βραχυκυκλωμένης δημοκρατίας» δεν φαίνεται να ενοχλεί και πολλούς από εκείνους που θα όφειλε να ενοχλεί περισσότερο απ’ όλους: τους εκπροσώπους του λαού στο Κοινοβούλιο. Αυτούς που πρώτιστο καθήκον τους δεν είναι να υπηρετούν την κυβερνητική εξουσία όπως πράττουν, ή εκείνη που ελπίζουν να γίνει η επόμενη κυβερνητική εξουσία, αλλά τον λαό που τους έδωσε τη δική τους εξουσία. Αλλά γιατί να το κάνουν; Ο λαός μιλάει μια φορά στα τέσσερα χρόνια – και αυτός είναι πάρα πολύς καιρός για να τον αφήσουν να… πάει χαμένος. Ας κάνουν εν τω μεταξύ τον κουβαλητή της κυβέρνησης που υποτίθεται ελέγχουν, μπας και τσιμπήσουν καμιά θεσούλα σε κανέναν επόμενο ανασχηματισμό, και μέχρι τότε βλέπουμε. Αν και ειδικά με το Πόθεν Εσχες, τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα, αφού εκεί, πλέον, δεν προσέχουν μόνον μη τους πάθει τίποτα η κυβέρνηση, αλλά, πολύ περισσότερο, έχουν τον νου τους να φυλάνε και τα δικά τους νότα. Το πώς το πετυχαίνει αυτό το Πόθεν Εσχες, είναι μία ιστορία που έχει αναλυθεί τόσο πολύ και τόσο διεξοδικά επί τόσα πολλά χρόνια, κάθε χρόνο, που, πραγματικά, δεν αξίζει πια τον κόπο ούτε σε τίτλους λίγων λέξεων να το θυμίσει κανείς. Εκείνο που, αντιθέτως, αξίζει, είναι ότι οι πολίτες έχουν μοιρολατρικά και τελεσίδικα αποδεχθεί πλέον οριστικά και αμετάκλητα αυτή τη μετάλλαξη της δημοκρατίας, αυτή την ήττα της, όταν μία απαίτησή της για διαφάνεια απενεργοποιείται εντελώς ακριβώς, υποτίθεται, ενεργοποιούμενη.
Δεν πρέπει να υπάρχει άνθρωπος που να έχει να θυμηθεί κάτι αξιομνημόνευτο που να προέκυψε από τη διαδικασία του Πόθεν Εσχες τις τελευταίες δεκαετίες. Οχι κάτι που να τη «δικαιώνει» – μακριά τέτοια… μεγαλεία. Απλώς, κάτι έστω που να της φορά ένα μικρό ξεραμένο φύλλο συκής, για να μπορεί να «κυκλοφορεί» χωρίς να κινδυνεύει να την πιάσει το… Ηθών! Δηλαδή να μη ρωτήσει και κανείς καμιά ώρα «καλά, πόσο έχει κοστίσει αυτή η υπόθεση και πόσα έχει αποφέρει σε ποινές;» και ψάξει να κάνει τη σούμα. Και που βέβαια το ζήτημα δεν είναι εκεί.
Το ζήτημα είναι ο μόνιμος εθισμός στην υποκρισία ως την άγραφη κεντρική συνθήκη του πολιτεύματος. Που έχει φτάσει ως το κόκαλο πηγαίνοντας παντού. Και που, αντί να κλαίμε για τα χάλια μας, αντιθέτως γελάμε μαζί της. Και όχι πια στα κρυφά, όπως παλιά. Αλλά στα φανερά. Ανευ τσίπας…