Ο Κώστας Σημίτης, ο οποίος τιμήθηκε προχθές στη γνωστή εκδήλωση παρουσία της Προέδρου της Δημοκρατίας και του Πρωθυπουργού στο Κέντρο Πολιτισμού Ελληνικός Κόσμος, χαίρει της εκτίμησης πολλών για το έργο και την προσφορά του, εξού και η τιμητική εκδήλωση, με τη συμμετοχή τόσων προσωπικοτήτων. Ομως, την ίδια στιγμή, σε άλλους τόσους ο Σημίτης προκαλεί το μίσος. Οχι απλώς την απέχθεια ή την αποστροφή, αλλά το κανονικό, το βαθύ μίσος που το νιώθεις στα σωθικά. Εκδηλώθηκε ανοιχτά, άλλωστε, στα δημοσιεύματα των ΜΜΕ της παραδοσιακής, της λεγόμενης λαϊκής Δεξιάς, που σκύλιασαν επειδή ο Κυριάκος Μητσοτάκης παρέστη στην εκδήλωση.
Το μίσος για τον Σημίτη, όπως και η εκτίμηση για το πρόσωπό του και το έργο του, οφείλονται σε δύο λόγους. Κατ’ αρχάς, στο πολιτικό ρεύμα που εκπροσώπησε και, δεύτερον, στην επιτυχία του. Αν ο Σημίτης είχε αποτύχει στρατηγικά, όλοι θα τον εκτιμούσαν σήμερα, οι μεν από νοσταλγία οι δε επειδή απέτυχε να τους απειλήσει. Πέτυχε όμως να εκσυγχρονίσει τη χώρα με τρόπο καθοριστικό για την περαιτέρω πορεία της, όπως πριν από αυτόν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, με την ένταξη της χώρας στην τότε ΕΟΚ. Η ένταξη στο ευρώ ήταν η τεράστια υπηρεσία που προσέφερε ο Κώστας Σημίτης και μας το απέδειξε αυτό η πρόσφατη περιπέτεια της χρεοκοπίας.
Η κακοδιαχείριση της ευκολίας δανεισμού που μας παρείχε το ευρώ, από τις κυβερνήσεις του Κώστα Καραμανλή, οδήγησε στη χρεοκοπία. Στο τέλος, όμως, ήταν η συμμετοχή μας στην ευρωζώνη αυτό που μας έσωσε. Το κόστος της αποχώρησής μας ήταν αυτό που μας κράτησε μέσα και μάλιστα με συνθήκες στο εσωτερικό της χώρας ιδεώδεις για να φύγουμε από την πολιτική ενότητα της Δύσης, με το «όχι» στην Ευρώπη να καταγράφεται στο 61% στο δημοψήφισμα του 2015 και με κυβέρνηση αλλοπρόσαλλης Αριστεράς. Αυτό, κατά τη γνώμη μου, το οφείλουμε στον Σημίτη. Η συμμετοχή στο ευρώ τοποθέτησε τη χώρα βαθύτερα στο ευρωπαϊκό project. Ο εκσυγχρονισμός που πέτυχε ο Σημίτης ήταν δομικός, μολονότι στην επιφάνεια δεν νιώσαμε τίποτα ιδιαίτερο.
Ο Σημίτης δεν ήταν ούτε άγιος ούτε τέλειος, κάθε άλλο. Εμαθε με σοβαρό κόστος ποιες μάχες πρέπει να διακινδυνεύει και ποιες να αποφεύγει (θυμίζω τη φασαρία για τις ταυτότητες), επίσης έκανε συμβιβασμούς που είχαν βαρύ κόστος. Συγκεκριμένα, άφησε τους Τσοχατζόπουλους να συνεχίζουν ανενόχλητοι να κάνουν αυτό που ξέρουν, προκειμένου ο ίδιος να έχει την ησυχία του για να πετύχει τον στόχο της ένταξης στο ευρώ. Ηταν μια Φαουστικού τύπου συναλλαγή, αν θέλετε, η οποία όμως μακροπρόθεσμα δικαιώθηκε. Οχι μόνον επειδή τελικά μείναμε στην Ευρώπη, αλλά και για τον λόγο ότι από τη συμμετοχή μας στην ευρωζώνη προκύπτει το πολιτικό αίτημα των μεταρρυθμίσεων, που το ενστερνίζεται η πλειοψηφία των πολιτών και προσπαθεί να το κάνει πράξει η σημερινή κυβέρνηση. Από τα υποχρεωτικά Μνημόνια ξεκίνησε η προσπάθεια μεταρρύθμισης του κράτους που συνεχίζεται, όπως συνεχίζεται, στις μέρες μας.
Αν ο Κυριάκος Μητσοτάκης πετύχει και αυτός στον διακηρυγμένο στόχο του «πολυδιάστατου» εκσυγχρονισμού, να ξέρει ότι και αυτόν θα τον μισούν με τον ίδιο τρόπο που μισούν σήμερα τον Σημίτη. Από τις αρχές της Επανάστασης του 1821 μέχρι σήμερα, δύο είναι τα βασικά ρεύματα πολιτικής σκέψης που κυριαρχούν πάνω από 200 χρόνια τώρα. Από τη μια, το αίτημα να γίνουμε Δύση, διότι δεν γίνεται να χτίζουμε την εθνική ταυτότητά μας επάνω στην ιδέα ότι από εδώ άρχισαν όλα για τη Δύση και τον πολιτισμό της και, συγχρόνως, εμείς οι ίδιοι να μένουμε Βαλκανιζατέρ. Από την άλλη, οι υποστηρικτές των τοπικών παραδοσιακών κυκλωμάτων εξουσίας, δηλαδή οι οιονεί διαχειριστές της κληρονομιάς της Τουρκοκρατίας. Εννοείται ότι αυτές οι δύο τάσεις μεταβάλλονται, προσαρμόζονται στις συνθήκες της εποχής, αλλά αυτές είναι μέχρι σήμερα. (Μη μας ξαφνιάζει, π.χ., αν η Αριστερά σύσσωμη υπερασπίζεται τα δίκτυα φοροδιαφυγής, όπως βλέπουμε να συμβαίνει τώρα με τη φορολόγηση των ελευθέρων επαγγελματιών…) Η ιδιαιτερότητα της περίπτωσής μας είναι ότι και τα δύο αυτά ρεύματα είναι ομοίως και εξίσου ελληνικά και αυθεντικά. Συνυπάρχουν αντιμαχόμενα το ένα το άλλο και αυτό εξηγεί το μίσος για τους μεταρρυθμιστές στην πολιτική.
Υστερόγραφο. Ο καημένος ο κ. Κασσελάκης, με τη δήλωση για την απουσία του από την εκδήλωση, μας θύμισε αυτό που προσπαθεί να μας κάνει να ξεχάσουμε για τον ίδιο: πόσο άσχετος είναι, πόσο επιπόλαιος και αναιδής.