Χθες έγραφα για τους στίχους του τραγουδιού «Ελένη» που έγραψε ο Μπάμπης Τσικληρόπουλος, ένα βράδυ της δεκαετίας του 1980, στο μπαρ Dada. Και αυτό στάθηκε η αφορμή για να μπω στα Εξάρχεια από την πίσω πόρτα, σε σχέση με την τρέχουσα ειδησεογραφία. Ηταν εκείνη η εποχή που η γειτονιά επίσης «έτριζε» τα βράδια, όχι όμως από μολότοφ και μπαχαλάκηδες ή διαμαρτυρίες «κατοίκων». Ηδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, που η Αθήνα «ανακάλυπτε» ένα νέο είδος νυχτερινού μαγαζιού: το μπαρ. Οχι ακριβώς νέο, αλλά σε μια νέα μορφή. Εως τότε τα μπαρ είχαν κόκκινες, φωτεινές επιγραφές και, αν δεν λέγονταν Μαύρος Γάτος, είχαν εξωτικά, υποσχετικά ονόματα όπως Μπραζίλ, Χαβάη, Καζαμπλάνκα. «Μύριζαν» ημιυπόκοσμο, ημιπαρανομία και πληρωμένο φλερτ και ήταν συγκεντρωμένα σε συγκεκριμένα μέρη.
Από τα πρώτα κιόλας χρόνια της Μεταπολίτευσης και μέσα σε ένα κλίμα αναθεώρησης και ανανέωσης των πάντων, τα μπαρ ξεσκονίστηκαν από τη σκόνη του περιθωρίου, μετακόμισαν σε άλλες γειτονιές και άνοιξαν τις πόρτες τους στην τέχνη και τη διανόηση (σε μπαρ, νομίζω το Καρόλου Ντιλ στο Κολωνάκι, άκουσα για πρώτη φορά Κική Δημουλά σε μια βραδιά αφιερωμένη σε εκείνη). Και, κυρίως, άλλαξαν ονόματα. Τα έλεγαν πλέον Dada, Decadance (εκεί έχει τραβηχτεί η φωτογραφία για το εξώφυλλο του δίσκου «Ρεζέρβα» του Σαββόπουλου), Αερόστατο, Κλόουν, Καλλιδρόμιο και άλλα που χάνονται στα βάθη της μνήμης μου. Μπαρ που ακόμη και στο ημίφως τους είχαν τη λάμψη μιας εποχής. Τους ποιητές της, τις επιδραστικές φυσιογνωμίες της, τα νέα, ολόφρεσκα αστέρια της. Τριγυρνώντας ένα βράδυ σε δύο τρία μπαρ, σίγουρα θα συναντούσες τον Σκούρτη και από ‘κεί και πέρα τουλάχιστον πέντε έξι από τις προσωπικότητες της avant-garde εκείνης της εποχής. Και τα περισσότερα από αυτά τα μπαρ βρίσκονταν στους δρόμους πέριξ της Πλατείας Εξαρχείων. Εγώ αυτά τα Εξάρχεια γνώρισα. Μια rive gauche της Αθήνας του ’80.
Το πώς τα Εξάρχεια του τότε έγιναν αυτό που είναι σήμερα, το γνωρίζουμε λίγο – πολύ όλοι. Πλέον όμως σημασία δεν έχει η διαδρομή αλλά το αποτέλεσμά της. Διότι όσο και αν η Κατερίνα Παπακώστα (εκείνη η βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας που με την πολυλογία της σε τηλεοπτική εκπομπή είχε βγάλει εκτός ορίων αντοχής τη Μαρία Δαμανάκη και η οποία μετά έγινε υπουργός του ΣΥΡΙΖΑ) υποστήριζε ότι τα Εξάρχεια είναι η Μονμάρτρη της Αθήνας, στην πραγματικότητα είναι μια απόπειρα για Λα Ροσέλ. Για ένα κράτος εν κράτει δηλαδή, ένα ιδιότυπο άβατο στην καρδιά της πρωτεύουσας.
Για την εξουσία αυτού του άβατου λοιπόν μαίνεται η αντιπολίτευση διότι φαίνεται ότι εκεί έχει περιοριστεί πλέον η δεξαμενή των ψήφων της. Το πράσινο είναι μόνο η πρόφαση. Να πιστέψω δηλαδή ότι κόβονται για τα δεντράκια για τα οποία ο νεοεκλεγείς κύριος Δούκας πάλι βιάστηκε να αποφανθεί ότι είναι 100 ετών, ενώ, στην πραγματικότητα, τη δεκαετία του 1960 η πλατεία ήταν, από πράσινο, κρανίου τόπος; Ε, είμαι αρκετά μεγάλη πια.
Για το ποιος θα κάνει κουμάντο στην περιοχή γίνεται ο καβγάς. Για το αν θα συνεχίσουν να τη διαφεντεύουν οι συλλογικότητες βάραγαν και κάτι κυρίες, εν είδει τελετουργικού, τις λαμαρίνες που περιβάλλουν τα έργα για το μετρό. Και δεν ξέρω αν κάποιες άλλες που σπάραζαν στο κλάμα (μα τι παλαιομοδίτικος μελοδραματισμός) έκλαιγαν για το μετρό ή για το «πάπλωμα» της εξουσίας των Εξαρχείων.
Βρε πώς αλλάζουν οι καιροί
Μεγάλη απήχηση είχε η εκδήλωση προς τιμήν του Κώστα Σημίτη και όχι μόνο στον πολιτικό κόσμο που έσπευσε να δώσει το «παρών». Ελα όμως που έχω πολύ καλή μνήμη. Και θυμάμαι ότι, επί πρωθυπουργίας του, στην εκπομπή που είχε η Μαλβίνα Κάραλη στην τηλεόραση τον χτυπούσε ανελέητα. Με τρόπο που, σήμερα, δεν θα περνούσε από τον κόφτη της πολιτικής ορθότητας. Τι τάπερμαν τον έλεγε, τι ανάξιονμαν, πώς σχολίαζε τις ελιές στο πρόσωπό του. Μέχρι ότι η Δάφνη Σημίτη δεν γέννησε αλλά επώασε αβγά.
Τώρα πώς γίνεται αυτοί που νοσταλγούν τον λόγο της «τεράστιας Μαλβίνας» να είναι οι ίδιοι που αποθεώνουν τον Σημίτη, εντύπωση μου κάνει. Ή μάλλον, δεν μου κάνει.