Τα ακαδημαϊκά σύνορά της σε φοιτητές και φοιτήτριες από το εξωτερικό ανοίγει και επίσημα η Ελλάδα, καθώς κυρώνει – με καθυστέρηση 20 και πλέον ετών – τη Σύμβαση της Λισαβόνας. Ειδικότερα, η εν λόγω Σύμβαση, ανάμεσα σε άλλα, προβλέπει τη δυνατότητα διασύνδεσης ΑΕΙ διαφορετικών χωρών, την αναγνώριση σπουδών μεταξύ των ιδρυμάτων αυτών και την απόδοση πτυχίων σε φοιτητές που ξεκινούν τη φοίτησή τους σε ένα πανεπιστήμιο και την ολοκληρώνουν σε άλλο διαφορετικής χώρας.
Τι σημαίνει, όμως, αυτό πρακτικά; Οτι, για παράδειγμα, ένας αλλοδαπός φοιτητής που φοιτά για δύο χρόνια σε πανεπιστήμιο του Αμστερνταμ ή του Βερολίνου, θα έχει τη δυνατότητα αυτά τα έτη σπουδών να αναγνωριστούν από ένα ελληνικό ΑΕΙ (σ.σ. ή άλλης χώρας που έχει επικυρώσει τη Σύμβαση) και συνεπώς θα μπορεί να γίνει δεκτός σε αυτό για να ολοκληρώσει τις σπουδές του και να λάβει το πτυχίο του από αυτό. Την ίδια δυνατότητα θα έχουν και οι έλληνες φοιτητές που θέλουν να συνεχίσουν τις σπουδές που ξεκίνησαν σε κάποιο εγχώριο ΑΕΙ σε άλλο ευρωπαϊκό, εφόσον βέβαια η μητρική χώρα του έχει επικυρώσει τη Σύμβαση. Η δυνατότητα αυτή, βέβαια, ίσχυε και στο παρελθόν για τους έλληνες φοιτητές που ήθελαν να αναγνωρίσουν μέρος των σπουδών τους στο εξωτερικό, απλά δεν ήταν ευρέως γνωστή ούτε διαδεδομένη. Στόχος των παραπάνω, είναι η περαιτέρω διεθνοποίηση των ελληνικών πανεπιστημίων και η σύνδεσή τους με εκείνα άλλων χωρών της Ευρώπης (Ευρωπαϊκής Ενωσης και Συμβουλίου της Ευρώπης) καθώς και η περαιτέρω ενίσχυση της ευρωπαϊκής ταυτότητας των νέων φοιτητών.
Τι θα ισχύσει
Τι αλλάζει πρακτικά για τα ΑΕΙ της χώρας μας; Καταρχήν, όσον αφορά στα αγγλόφωνα τμήματα σπουδών (ήδη λειτουργούν στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και άλλα ιδρύματα), θα μπορούν να δεχτούν «μετεγγραφές» αλλοδαπών φοιτητών ΑΕΙ άλλων χωρών που το επιθυμούν, στο μέτρο βέβαια που θα πληρούνται ακαδημαϊκές ή άλλες προϋποθέσεις που θα έχουν εκ των προτέρων θέσει τα πανεπιστήμια «υποδοχής».
Ετσι, όπως προαναφέρθηκε, αναγνώριση περιόδων σπουδών σημαίνει να αναγνωρίζονται, π.χ. τα δύο πρώτα έτη σπουδών που έχει κάνει κάποιος σε άλλη χώρα-μέλος. Συνεπώς, πρέπει να θεσμοθετηθεί η υποχρέωση για αναγνώριση ή αξιολόγηση (assessment) «περιόδων σπουδών» στα αγγλόφωνα προγράμματα σπουδών στην Ελλάδα. Σε συνέχεια των παραπάνω, εξετάζεται και η πιθανή θέσπιση αυστηρών προϋποθέσεων εισόδου φοιτητών και στα ελληνόφωνα τμήματα ΑΕΙ. Ωστόσο, το πνεύμα της Σύμβασης της Λισαβόνας προτεραιοποιεί τα αγγλόφωνα τμήματα.
Η χώρα μας είχε καθυστερήσει περισσότερο από δύο δεκαετίες να ενσωματώσει τη Σύμβαση της Λισαβόνας που είχε προηγηθεί εκείνης της Μπολόνια για τη σύνδεση των ευρωπαϊκών πανεπιστημίων και τη δημιουργία κοινού χάρτη ανώτατης εκπαίδευσης.
Η Σύμβαση της Λισαβόνας για την Αναγνώριση (Lisbon Recognition Convention, LRC) είναι μία διεθνής σύμβαση που αναπτύχθηκε από το Συμβούλιο της Ευρώπης σε συνεργασία με την UNESCO.
Αναφέρεται στην ανώτατη εκπαίδευση σε όλον τον ευρωπαϊκό χώρο. Υιοθετήθηκε από εθνικούς εκπροσώπους στη Λισαβόνα τον Απρίλιο του 1997 και τέθηκε σε ισχύ το 1999. Αποτελεί το θεσμικό νομικό εργαλείο για την αναγνώριση ακαδημαϊκών προσόντων στην ευρωπαϊκή περιοχή της UNESCO. Ο πλήρης τίτλος της είναι «Σύμβαση για την αναγνώριση των προσόντων σχετικών με την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση στην Ευρωπαϊκή Περιοχή», αλλά είναι περισσότερο γνωστή ως «Σύμβαση της Λισαβόνας για την Αναγνώριση». Ηδη, 45 από τα 46 μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης έχουν επικυρώσει τη Σύμβαση ή έχουν προσχωρήσει σε αυτήν. Το Μονακό ήταν η 45η χώρα του Συμβουλίου της Ευρώπης που προσχώρησε, τον Μάρτιο του 2023.
Η Ελλάδα ήταν μέχρι σήμερα η μοναδική από τις 46 χώρες του Συμβουλίου της Ευρώπης που δεν έχει προσχωρήσει. Μάλιστα, στη Σύμβαση έχουν προσχωρήσει 12 χώρες που δεν είναι μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης (Αυστραλία, Καναδάς, Λευκορωσία, Βατικανό, Ισραήλ, Καζακστάν, Κιργιστάν, Τατζικιστάν, Νέα Ζηλανδία κ.ο.κ.), με τελευταία το Τουρκμενιστάν που προσχώρησε τον Φεβρουάριο του 2023. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι και οι ΗΠΑ έχουν υπογράψει τη Σύμβαση, ωστόσο δεν έχουν ακόμη προσχωρήσει.
Σκοπός της Σύμβασης είναι να διασφαλίσει ότι οι κάτοχοι ακαδημαϊκών προσόντων από μία χώρα-μέλος έχουν το δικαίωμα της αναγνώρισης αυτών σε άλλη χώρα-μέλος. Με άλλα λόγια να διευκολύνει την κινητικότητα των νέων ανθρώπων μεταξύ κρατών για τις ακαδημαϊκές σπουδές τους.
Τι προβλέπει η Σύμβαση
Βασικές πρόνοιες της Σύμβασης της Λισαβόνας:
- Οι κάτοχοι ακαδημαϊκών προσόντων που αποκτήθηκαν σε μία χώρα-μέλος θα έχουν επαρκή πρόσβαση για την αξιολόγηση αυτών των προσόντων σε κάθε άλλη χώρα-μέλος.
- Για τον σκοπό αυτό, δεν θα υπάρχει καμία διάκριση των ενδιαφερομένων με βάση το φύλο, τη φυλή, το χρώμα, την αναπηρία, τη γλώσσα, τη θρησκεία, τις πολιτικές απόψεις, την εθνική, εθνοτική ή κοινωνική προέλευση.
- Η ευθύνη της απόδειξης ότι ένας ενδιαφερόμενος δεν πληροί τις σχετικές προϋποθέσεις βαρύνει το μέρος που δέχεται την αίτηση προς αξιολόγηση.
- Κάθε χώρα θα αναγνωρίζει προσόντα, είτε πρόκειται για πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, είτε για περιόδους σπουδών, είτε για συνέχιση σπουδών προς απόκτηση μεταπτυχιακού ή διδακτορικού τίτλου, ως αντίστοιχα των προσόντων στο δικό της εκπαιδευτικό σύστημα, εκτός αν μπορεί να αποδείξει ότι υπάρχουν ουσιώδεις διαφορές ανάμεσα στα δικά της προσόντα και στα προσόντα όσων αιτούνται αναγνώρισης.
- Η αναγνώριση προσόντων ανώτατης εκπαίδευσης που έχουν αποκτηθεί σε μία χώρα-μέλος θα έχει μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες συνέπειες: α) Πρόσβαση σε περαιτέρω σπουδές, συμπεριλαμβανομένων των διδακτορικών, με τις ίδιες απαιτήσεις που ισχύουν για υποψήφιους της χώρας-μέλους στην οποία ζητείται η αναγνώριση, β) χρήση ακαδημαϊκών τίτλων που υπόκεινται σε νόμους και κανόνες της χώρας-μέλους στην οποία ζητείται η αναγνώριση. Εξάλλου, η αναγνώριση αυτή θα διευκολύνει την πρόσβαση στην αγορά εργασίας του συνόλου των χωρών που έχουν υπογράψει τη Σύμβαση.
- Ολες οι χώρες θα παρέχουν πληροφόρηση για τα ιδρύματα και τα προγράμματα, τα οποία θεωρούν ότι περιλαμβάνονται στο δικό τους σύστημα ανώτατης εκπαίδευσης.
- Ολες οι χώρες θα αναπτύξουν ένα εθνικό κέντρο ενημέρωσης, βασική αποστολή του οποίου είναι να προσφέρει συμβουλές για την ακαδημαϊκή αναγνώριση προσόντων από ιδρύματα της αλλοδαπής σε φοιτητές, απόφοιτους, εργοδότες, ιδρύματα ανώτατης εκπαίδευσης και σε άλλα ενδιαφερόμενα μέρη και άτομα.
Η άρση των εμποδίων
Η Ελλάδα αν και κάλυπτε από την αρχή αρκετές από τις παραπάνω πρόνοιες, δεν μπορούσε να επικυρώσει τη Σύμβαση της Λισαβόνας λόγω περιορισμών που είχε υιοθετήσει στο θεσμικό πλαίσιο ακαδημαϊκής αναγνώρισης με τον Ν. 3328/2005 και οι οποίες βρίσκονταν σε αντίθεση με βασικές αρχές της Σύμβασης. Με τον Ν. 4957/2022, που ψηφίστηκε προσφάτως και, μεταξύ άλλων, επέφερε εκσυγχρονισμό των διαδικασιών του ΔΟΑΤΑΠ, ήδη άρθηκαν πολλά εμπόδια. Κύρια αλλαγή αποτελεί η υιοθέτηση της έννοιας των «ουσιωδών διαφορών», όπως αυτή ορίζεται στη Σύμβαση της Λισαβόνας, αλλά και επιμέρους λεπτομερειών, όπως η απαίτηση που υπήρχε να έχει σπουδάσει κάποιος για τουλάχιστον τα δύο τελευταία χρόνια στο ίδρυμα απονομής του καταληκτικού τίτλου. Δηλαδή, αν κάποιος είχε σπουδάσει τα τρία πρώτα χρόνια στο MIT και το τέταρτο στο Harvard, η Ελλάδα δεν αναγνώριζε το πτυχίο του.