«Αφήστε κάτω την αλατιέρα. Ιδίως αν κινδυνεύετε από διαβήτη τύπου 2»: αυτή φαίνεται να είναι η νέα προτροπή των ειδικών, προκαλώντας ομολογουμένως σύγχυση. Και αυτό διότι όταν ακούει κανείς για τη συγκεκριμένη πάθηση η πρώτη οδηγία που του έρχεται στο μυαλό είναι η αποφυγή της ζάχαρης. Εντούτοις μία νέα μελέτη συνδέει τον σακχαρώδη διαβήτη και με τη συχνή κατανάλωση του αλατιού.
Για να κατανοήσουν καλύτερα τη σχέση αυτή, οι ερευνητές εξέτασαν περισσότερους από 400.000 ενηλίκους που ήταν εγγεγραμμένοι στη Βρετανική Βιοτράπεζα. Και φυσικά δεν παρέλειψαν να καταγράψουν στοιχεία για την πρόσληψη αλατιού.
Σε διάστημα σχεδόν 12 ετών κατά μέσο όρο η ερευνητική ομάδα είδε να αναπτύσσονται περισσότερες από 13.000 περιπτώσεις διαβήτη τύπου 2. Τα δεδομένα όμως που δείχνουν τη συσχέτιση της νόσου με τις αλμυρές γεύσεις είναι τα εξής: σε σύγκριση με εκείνους που «ποτέ» ή «σπάνια» χρησιμοποιούσαν αλάτι, οι συμμετέχοντες που «μερικές φορές», «συνήθως» ή «πάντα» προσέθεταν αλάτι στο φαγητό τους διέτρεχαν αντίστοιχα 13%, 20% και 39% υψηλότερο κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη τύπου 2.
Παρ’ όλα αυτά, η ερώτηση «γιατί η υψηλή πρόσληψη αλατιού έχει αυτή την επίδραση στην υγεία;» δεν έχει ακόμη απαντηθεί. Ο επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης και καθηγητής στη Σχολή Δημόσιας Υγείας και Τροπικής Ιατρικής του Πανεπιστημίου Tulane στη Νέα Ορλεάνη, Dr Lu Qi, εκτιμά ότι οι αλμυρές γεύσεις ενθαρρύνουν τους ανθρώπους να τρώνε μεγαλύτερες μερίδες. Συνεπώς, αυξάνονται και οι πιθανότητες εμφάνισης παραγόντων κινδύνου, όπως η παχυσαρκία και η φλεγμονή.
Αλλωστε, τα συμπεράσματα της ίδιας έρευνας δείχνουν συσχέτιση μεταξύ της συχνής κατανάλωσης αλατιού και του υψηλότερου δείκτη μάζας σώματος. Ετσι, ο επόμενος στόχος που θέτουν οι επιστήμονες είναι μια κλινική δοκιμή που θα ελέγχει την ποσότητα αλατιού που καταναλώνουν οι συμμετέχοντες, παρατηρώντας τα αποτελέσματα στον οργανισμό.
«Γνωρίζουμε ήδη ότι ο περιορισμός του αλατιού μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο καρδιαγγειακών παθήσεων και υπέρτασης, αλλά αυτή η μελέτη δείχνει για πρώτη φορά ότι το να κρύψουμε την αλατιέρα από το καθημερινό τραπέζι μπορεί να βοηθήσει και στην πρόληψη του διαβήτη τύπου 2», προσθέτει Dr Lu Qi. Και συμπληρώνει, στο δελτίο Τύπου που εξέδωσε, πως πρόκειται για μία σχετικά εύκολη τροποποίηση στις καθημερινές διατροφικές συνήθειές μας «με τεράστιο αντίκτυπο στην υγεία μας».
Πώς μπορεί να γίνει αυτό; Αναζητώντας τρόφιμα στο σουπερμάρκετ με χαμηλή περιεκτικότητα σε νάτριο. Επίσης μια άλλη πρακτική συμβουλή είναι η χρήση εναλλακτικών καρυκευμάτων (π.χ. ρίγανη, λεμόνι, κουρκουμάς) κατά την παρασκευή φαγητού στο σπίτι. Σύμφωνα με τους συγγραφείς της μελέτης, οι λύσεις αυτές θα έχουν σημαντικά οφέλη σε όσους διατρέχουν κίνδυνο ανάπτυξης διαβήτη – συμπεριλαμβανομένων όσων έχουν διαγνωστεί με προδιαβήτη, έχουν ιστορικό διαβήτη κύησης ή… βουλιάζουν στην καθιστική ζωή. Επίσης στην ίδια κατηγορία ανήκουν και οι υπέρβαροι ενήλικοι 45 ετών και άνω αλλά και εκείνοι με οικογενειακό ιστορικό.
Σημειώνεται ότι η μέση παγκόσμια πρόσληψη αλατιού υπολογίζεται ότι είναι 10,8 γραμμάρια την ημέρα – υπερδιπλάσια, δηλαδή, από τη σύσταση του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ). Πιο συγκεκριμένα, οι σχετικές οδηγίες αναφέρουν πως η κατανάλωση πρέπει να περιορίζεται σε λιγότερο από 5 γραμμάρια αλατιού την ημέρα (ποσότητα που αναλογεί σε ένα κουταλάκι του γλυκού).
Και όλα αυτά ενώ η υπερβολική κατανάλωση αλατιού έχει τεκμηριωμένα συσχετισθεί με αυξημένο κίνδυνο για εμφάνιση ασθενειών (πλην των καρδιαγγειακών), όπως είναι ο καρκίνος του στομάχου, η παχυσαρκία, η οστεοπόρωση και η νεφρική νόσος.
Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος που πρόσφατα ο ΠΟΥ εξέπεμψε σήμα κινδύνου, καθώς τα κράτη απομακρύνονται από τον στόχο για μείωση της πρόσληψης νατρίου κατά 30% έως το 2050. Και επεσήμανε πως εάν οι πολιτικές εφαρμόζονταν θα μπορούσαν να σώσουν περίπου 7 εκατομμύρια ζωές παγκοσμίως έως το 2030.