Ποιος σας έστρεψε στον κόσμο της τέχνης;

Ο πατέρας μου ο οποίος ήταν καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Ηταν ένας βαθιά καλλιεργημένος άνθρωπος, γνώριζε εννέα γλώσσες και παρατηρούσε πού έχουν έφεση τα παιδιά του.

Για παράδειγμα, έβλεπε ότι είχα μεγάλα δάχτυλα και ωραία φωνή, με έστειλε να μάθω πιάνο και τραγούδι. Επίσης να κάνω μαθήματα κεραμοποιίας και ζωγραφικής γιατί μου άρεσε πολύ. Πρέπει να σου πω ότι για χρόνια ζούσα από τη ζωγραφική.

Πολυτάλαντη.

Αλλά όπως είπα, είχαμε την τύχη κι εγώ και η αδελφή μου να έχουμε έναν πατέρα που προσπαθούσε να μας δώσει όσο περισσότερες γνώσεις γίνεται.

Χάρη σ’ αυτόν έμαθα τρεις γλώσσες: αγγλικά, γαλλικά και ιταλικά. Μας πρόσφερε, σε επίπεδο γνώσεων, πάρα πολλά εφόδια. Μέχρι και ιδιαίτερα μαθήματα ραπτικής μας πρόσφερε. Θυμάμαι ακόμη ότι κάθε Κυριακή πηγαίναμε στην εκκλησία και μας έδινε ένα χαρτονόμισμα για να το δώσουμε στους φτωχούς. Ηταν ένας υπέροχος άνθρωπος αλλά πολύ αυστηρός.

Πού μεγαλώσατε;

Στην Αθήνα, αλλά στις πρώτες τάξεις του δημοτικού σχολείου φοίτησα στις Καλόγριες στη Σαντορίνη, την ιδιαίτερη πατρίδα της μητέρας μου, μαζί με την αδελφή μου τη Ροζάρια, μέχρι να ορθοποδήσουν οι γονείς μου και να μας πάρουν πάλι πίσω. Ηταν η εποχή αμέσως μετά τον πόλεμο, σχεδόν όλοι αντιμετώπιζαν πάρα πολλές οικονομικές δυσκολίες, οι οικογένειες έδιναν αγώνα να βρουν τον δρόμο τους.

Πώς αποκωδικοποιούσατε την απουσία των γονιών σας εκείνα τα τρυφερά χρόνια που τους χρειαζόσασταν;

Ηταν πολύ όμορφη η εμπειρία μου στις καλόγριες γιατί μας έδιναν πολλή αγάπη. Ημουν πολύ ευτυχισμένη γιατί βρισκόμουν κοντά στη φύση. Νομίζω όμως ότι το πώς αντιμετωπίζει κάθε παιδί τα βιώματά τους συνδέεται και με τον χαρακτήρα του.

Δηλαδή;

Για παράδειγμα, όταν ο πατέρας μου μας ανακοίνωσε ότι θέλει να χωρίσει, εγώ του είπα «μπαμπά μου, να κάνετε εκείνο που σας κάνει ευτυχισμένο» – του μιλούσαμε στον πληθυντικό. Η Ροζάρια από την άλλη αντέδρασε διαφορετικά: «Κι εμένα τι θα με κάνετε; Θα με κόψετε στη μέση;» του είπε. Οταν το άκουσε ο πατέρας μου αυτό από την αδελφή μου δεν χώρισε.

Δύο παιδιά με ίδιες εμπειρίες αλλά τόσο διαφορετικοί χαρακτήρες.

Βέβαια. Η μητέρα μου στα 49 της χρόνια νόσησε από καρκίνο. Οταν μου έλεγε «δεν θέλω να πεθάνω» της απαντούσα «δεν θα σ’ αφήσω εγώ μανούλα μου να πεθάνεις» και η αδελφή μου «μανούλα μου όλοι θα πεθάνουμε». Επίσης όταν η ίδια η αδελφή μου αρρώστησε κι εγώ στενοχωριόμουν, μου έλεγε «γιατί κλαις; Εζησα τη ζωή μου, έκανα πολλά πράγματα. Ολοι θα πεθάνουμε!». Ευτυχώς όμως είναι μια χαρά σήμερα, έκανε εγχείρηση και έζησε.

Με όσα μου περιγράφετε θα χαρακτηρίζατε τη ζωή σας δύσκολη;

Ηταν περιπετειώδης αλλά δεν έχω κάποιο τραύμα. Ημουν ευτυχισμένη πραγματικά και όταν ανέβαινα στο σανίδι γινόμουν ακόμη περισσότερο. Ημουν πολύ τυχερή γιατί ο πατέρας μου μού έδωσε τη δυνατότητα να καλλιεργήσω όλα τα ταλέντα που είχα.

Το θρήσκευμά σας – είστε καθολική – επηρέασε τη ζωή σας και τον τρόπο που εξελιχθήκατε;

Νομίζω ναι. Πήγαινα στην εκκλησία κάθε Κυριακή – ακόμη και αν ήμουν σε περιοδεία στο εξωτερικό. Πρέπει να πω ότι εκτός από τα διάφορα μαθήματα που είχα τη δυνατότητα να κάνω με την παρότρυνση του πατέρα μου, θυμάμαι πως όταν ήμουν 12 ετών με έγραψε σε μια καθολική οργάνωση, «Λεγεώνα της Μαρίας», στην οποία τα μέλη συναντιόμασταν μία φορά την εβδομάδα και λέγαμε τι καλές πράξεις κάναμε. Ολη μου την εφηβεία λοιπόν την πέρασα πηγαίνοντας στο Ασυλο Ανιάτων κάνοντας παρέα στους ασθενείς. Μου έδωσαν πολύ όμορφες βάσεις οι γονείς μου.

Μου είπατε ότι ο πατέρας σας ήταν και αυστηρός. Με ποιον τρόπο εκδήλωνε την αυστηρότητά του;

Ναι, ήταν πολύ αυστηρός. Μια φορά θυμάμαι ότι τον ρώτησα «μπαμπά, ποια είναι η διαφορά μεταξύ του διδάκτορα και του δικτάτορα;». Μου έριξε ένα σκαμπίλι και μου είπε «θα ‘πρεπε να το ξέρεις». Οταν επέστρεφε στο σπίτι το βράδυ ήθελε να μας βλέπει μ’ ένα βιβλίο στο χέρι. Τίποτε άσχημο δεν μου έμεινε γιατί μεγαλώνοντας εκτίμησα όλα τα εφόδια, τη μόρφωση που πρόσφερε σ’ εμένα και την αδελφή μου. Με συγκλόνισε ο θάνατός τους. Ο πατέρας μου έφυγε από απόστημα στα νεφρά που του δημιούργησαν οι αμυγδαλές. Μια μέρα πριν από την εγχείρηση κοινώνησε και μας είπε «je ne pas peur» (δεν φοβάμαι) – μιλούσαμε γαλλικά σπίτι γιατί ήταν μισός Γάλλος και μισός Ιταλός. Εκανε εγχείρηση και δεν ξύπνησε. Ημουν 18 ετών, μπήκα στην εκκλησία για τον τελευταίο αποχαιρετισμό και λιποθύμησα. Η μητέρα μου έφυγε από τη ζωή πέντε χρόνια αργότερα, ενώ βρισκόμουν στην Αμερική με τον Ροντήρη. Τότε συνειδητοποίησα ότι έχασα ό,τι πολυτιμότερο είχα στη ζωή μου. Γιατί άλλο αξίζει να στενοχωρηθώ; Με έβαλε στη θέση μου η απώλειά τους. Επίσης ο θάνατος της Μαρίας Κάλλας με είχε ταρακουνήσει.

Με ποιον τρόπο;

Εκεί συνειδητοποίησα ότι η σκηνή, οι ρόλοι και η αναγνωρισιμότητα δίνουν μόνο μια πρόσκαιρη ευτυχία που διαρκεί μόνο όση ώρα παίζεις. Τίποτε άλλο. Οταν πέθανε η Κάλλας μπήκε στις πρώτες σελίδες, εγώ θα μπω ίσως στις καλλιτεχνικές στήλες και κάποιος άλλος στα κοινωνικά. Και όλοι αφήνουμε πίσω αυτό που μας αναλογεί ανάλογα με τις δυνατότητές μας.

Μέχρι το 1992 είχατε μακρά θητεία στο Εθνικό Θέατρο αλλά όχι αναγνωρισιμότητα. Αυτό ήταν ένας από τους λόγους για τους οποίους στραφήκατε στο παιδικό θέατρο;

Οχι, σε καμία περίπτωση. Δεν αντιμετώπισα την παιδική σκηνή ως λύση. Είχα πάντα πάθος με τα παιδιά. Εβλεπα τη φτώχεια των παιδικών παραστάσεων και είπα ότι ακόμη και αν δεν έχω τον τρόπο και τα χρήματα θα προσπαθήσω να δημιουργήσω κάτι όμορφο για τα παιδιά με το μεράκι μου.

Σε ό,τι αφορά την αναγνωρισιμότητα πρέπει αν πω ότι ήρθε από τον ρόλο της συμπεθέρας στους «Δέκα μικρούς Μήτσους».

Επειτα ακολούθησαν οι «Παντρεμένοι έχουν ψυχή» όπου πήγα για να υποδυθώ την πεθερά του Αντώνη Καφετζόπουλου και έμεινα. Κάπως έτσι συνέβη και με τα άλλα σίριαλ. Από τότε που ξεκίνησα να ασχολούμαι με την υποκριτική – και επειδή τραγουδούσα κιόλας – δεν έμεινα ούτε μια μέρα χωρίς δουλειά. Είμαι ευγνώμων.

Υπάρχει κάποιο πρόσωπο το οποίο έπαιξε καταλυτικό ρόλο για να διεκδικήσετε τον χώρο σας στο θέατρο;

Δεν θα είχα γίνει ηθοποιός αν δεν υπήρχε ένας υπέροχος άνθρωπος στη ζωή μου. Ηταν ο Νεόφυτος Σωφρονίου από την Κύπρο. Ηταν διευθυντής σε μια διαφημιστική εταιρεία όπου δούλευα για να μπορώ να βιοποριστώ. Επαιρνα 1.500 αλλά δεν έφταναν τα χρήματα για να ζήσω και να πληρώνω και τη δραματική σχολή. Κάποια στιγμή μαθαίνω ότι γίνεται διαγωνισμός στην Ολυμπιακή Εταιρεία για να προσλάβει αεροσυνοδούς. Ο μισθός ήταν 3.500 χιλιάδες δραχμές. Δίνω εξετάσεις, περνάω και το ανακοινώνω στον Νεόφυτο Σωφρονίου. Οταν με ρώτησε γιατί θέλω να φύγω, του είπα ότι ήταν καθαρά οικονομικοί οι λόγοι. Εκείνη τη στιγμή παίρνει τηλέφωνο στο λογιστήριο και δίνει εντολή να γίνει ο μισθός μου 3.500 δραχμές.

Ηταν καταλυτική κίνηση διότι ως αεροσυνοδός θα δυσκολευόσασταν να παρακολουθείτε τα μαθήματα στη δραματική.

Σε αυτόν τον άνθρωπο οφείλω τα πάντα. Θα είχα γίνει αεροσυνοδός. Με αυτή την αύξηση που έκανε στον μισθό μου και έτσι μπόρεσα να περάσω στη σχολή του Κουν. Βέβαια δεν ήταν εύκολα τα πράγματα. Εκεί αισθάνθηκα την επιθυμία να εγκαταλείψω το θέατρο.

Επειτα από τόσο αγώνα;

Οχι μόνο σκεφτόμουν να το εγκαταλείψω, αλλά δεν ήθελα να ξανακούσω για θέατρο πια. Μου έγινε μια μεγάλη αδικία στη σχολή του Κουν και με έδιωξαν διότι έλεγα την άποψή μου.

Το θεώρησα φρικτό γιατί γνώριζα την αξία μου.

Ηταν ανυπόφορο, ήθελα να αφήσω το θέατρο. Συνέχισα όμως τις σπουδές στο τραγούδι, στην όπερα. Εκεί είχα έναν συμμαθητή – δεν θυμάμαι το όνομά του – ο οποίος ήταν τραπεζικός υπάλληλος αλλά σπούδαζε επειδή του άρεσε και λυρικό τραγούδι. Μαθαίνει τι συνέβη και με πείθει να δώσω εξετάσεις στον Πειραϊκό Σύνδεσμο. Στην αρχή δεν ήθελα ν’ ακούσω τίποτα, αντιστεκόμουν. Ομως την τελευταία μέρα τελικά πήγα και έδωσα εξετάσεις και γράφτηκα στο δεύτερο έτος.

Σπουδάζατε ταυτοχρόνως και όπερα και υποκριτική. Ποια ήταν όμως η προτεραιότητά σας;

Ονειρευόμουν να γίνω τραγουδίστρια της όπερας αλλά να μπορώ να το στηρίζω και υποκριτικά.

Ομως ερωτεύθηκα τον σύζυγό μου (σ.σ.: τον βαρύτονο Ανδρέα Κουλουμπή) που εργάζεται στη Λυρική Σκηνή και καταλήξαμε ότι δεν θα ήταν ωραίο να εργαζόμαστε στον ίδιο χώρο. Είχε ένα ισχυρό επιχείρημα: ότι εγώ είχα το προνόμιο να είμαι και ηθοποιός οπότε είχα τη δυνατότητα να κάνω το άλλο όνειρό μου πραγματικότητα.