Οι επιστήμονες ανακάλυψαν στα Κυκλώπεια Όρη της Ινδονησίας, ένα από καιρό χαμένο είδος θηλαστικού, την «έχιδνα» που θεωρούνταν χαμένο εδώ και τουλάχιστον 60 χρόνια.
Η μακρύρρυγχη έχιδνα του Ατένμπορο, το είδος αυτό που «βαφτίστηκε» από τον Βρετανό φυσιοδίφη Ντέιβιντ Ατένμπορο, φωτογραφήθηκε για πρώτη φορά μετά από έξι και πλέον δεκαετίες από μία κάμερα εγκατεστημένη σε μονοπάτι του βουνού, την τελευταία ημέρα μιας επιστημονικής αποστολής τεσσάρων εβδομάδων του πανεπιστημίου της Οξφόρδης, τον περασμένο Ιούνιο και Ιούλιο.
Στο τέλος της αποστολής και αφού είχε κατέβει από το βουνό, ο βιολόγος James Kempton ανακάλυψε, στην τελευταία από τις τουλάχιστον 80 κάρτες μνήμης, τις εικόνες ενός μικρού πλάσματος που περπατούσε μέσα στη βλάστηση του δάσους.
Οι έχιδνες, το πλάσμα της ελληνικής μυθολογίας με πρόσωπο γυναίκας και σώμα ερπετού, περιγράφονται από τους επιστήμονες ως πλάσματα ντροπαλά, νυκτόβια, που ζουν σε λαγούμια και είναι διαβόητα δύσκολο να εντοπιστούν.
«Ο λόγος για τον οποίο δεν μοιάζει τόσο πολύ με τα άλλα θηλαστικά είναι ότι είναι μέλος των μονοτρημάτων, μιας ομάδας ωοτόκων που διαχωρίστηκε από το υπόλοιπο δέντρο της ζωής των θηλαστικών πριν από περίπου 200 εκατομμύρια χρόνια» εξηγεί ο James Kempton.
Η ανακάλυψη αυτή ήταν μια τουλάχιστον εντυπωσιακή ηθική αποζημίωση για την -σε πολλές περιπτώσεις- αγωνιώδη επιστημονική αποστολή, κατά την οποία η ομάδα, μεταξύ άλλων, βίωσε έναν ισχυρό σεισμό, κόλλησε ελονοσία, ενώ μια βδέλλα προσκολλήθηκε στον βολβό του ματιού ενός μέλους της.
«Έχοντας περάσει τόσο καιρό στο πεδίο χωρίς κάποια ανταμοιβή μέχρι την τελευταία ημέρα, η ανακάλυψη αυτή προκάλεσε μεγάλη ευφορία και ανακούφιση» παραδέχεται ο Κέμπτον, περιγράφοντας τη στιγμή που είδε το οπτικό υλικό με τους συνεργάτες του, της ινδονησιακής οργάνωσης Yappenda.
«Άρχισα να φωνάζω στους συναδέλφους μου που ήταν εκεί “το βρήκαμε, το βρήκαμε”. Έτρεξα από το γραφείο μου και τους αγκάλιασα» λέει.
Μέρος της ντόπιας κουλτούρας
Η έχιδνα είναι στενά συνδεδεμένη με τη ντόπια κουλτούρα. Σύμφωνα με τους κατοίκους του χωριού Yongsu Sapari -με τους οποίους συνεργάστηκαν οι επιστήμονες προκειμένου να καθοδηγηθούν και να περιηγηθούν στην απομακρυσμένη αυτή, δυσπρόσιτη περιοχή της βορειοανατολικής Παπούα-, είναι παράδοση, σε περιστάσεις παρεξηγήσεων, το ένα μέρος να στέλνεται στο δάσος για να ψάξει την έχιδνα και το έτερο στον ωκεανό για να βρει έναν ξιφία. Είναι τόσο ακριβοθώρητα τα δύο αυτά πλάσματα που ο εντοπισμός τους, μετά από μια γενιά ή ακόμη και δεκαετίες, συμβολίζει το τέλος της παρεξήγησης και την αποκατάσταση των σχέσεων.
Το είδος έχει καταγραφεί επιστημονικά μόνο μία φορά στο παρελθόν, από έναν Ολλανδό βοτανολόγο το 1961. Άλλο είδος έχιδνας απαντάται στην Αυστραλία και τις πεδινές περιοχές της Νέας Γουινέας.