Με ενδιαφέρον πληροφορήθηκα πρόσφατα ότι δεν έχουμε μία αλλά δύο δημοκρατίες.
Την «εκλογική δημοκρατία» και τη «συνταγματική δημοκρατία» (Χ. Ανθόπουλος, «ΤΑ ΝΕΑ», 30/10).
Προφανώς δεν έχω αντίρρηση, όσο περισσότερες δημοκρατίες έχουμε τόσο το καλύτερο. Οπως λένε και οι Γάλλοι «όσο περισσότεροι τρελοί μαζευτούμε, τόσο καλύτερα διασκεδάζουμε».
Εχω όμως μια απορία καθαρά λειτουργική.
Στην «εκλογική δημοκρατία» κουμάντο κάνουν οι ψηφοφόροι. Μαζευόμαστε μια Κυριακή, πάμε στις κάλπες κι ό,τι βγει.
Στη «συνταγματική δημοκρατία» ποιος κάνεις κουμάντο; Οι συνταγματολόγοι;
Κι αυτό πώς ακριβώς γίνεται; Μαζεύονται μια μέρα ο Αλιβιζάτος, ο Βενιζέλος, ο Μανιτάκης, ο Ανθόπουλος, ο Σπυρόπουλος (κι αναφέρω ανθρώπους που εκτιμώ, να μην έχουμε παρεξηγήσεις…) για να αποφασίσουν τι θα κάνουμε οι υπόλοιποι;
Ωραίο ακούγεται – για τους ίδιους. Τους υπόλοιπους όμως δεν βλέπω σε τι μας συμφέρει.
Κι αν αυτό που αποφασίσουν οι συνταγματολόγοι δεν αρέσει σε κάποιους τι θα κάνουμε;
Θα εφορμήσει ο Βερβεσός επικεφαλής αγήματος πρώην προέδρων του ΔΣΑ να τιμωρήσει τους δύστροπους;
Θα τους συλλάβει κάποια Ανεξάρτητη Αρχή με εντολή Ράμμου;
Ή μήπως θα αλλάξουμε συνταγματολόγους αφού βρίσκω κομμάτι δύσκολο να αλλάξουμε λαό;
Συγγνώμη αλλά αυτά δεν είναι σοβαρά πράγματα, ιδίως όταν αφορούν ανθρώπους σοβαρούς.
Από την άλλη όμως πόσο σοβαρό είναι να τσακώνονται σοβαροί άνθρωποι αν το 16,2 είναι πιο κοντά στο 17 από το 16;
Την ίδια στιγμή μάλιστα που ο Κανονισμός της Βουλής ξεκαθαρίζει πως «όπου το Σύνταγμα ή ο Κανονισμός ορίζουν ποσοστό βουλευτών (…) το ποσοστό αυτό υπολογίζεται με βάση τον συνολικό αριθμό των βουλευτών και παραλείπεται το κλάσμα» (Κανονισμός της Βουλής, άρθρο 74,1).
Παραλείπεται ή δεν παραλείπεται; θα ρωτούσε κι ο Αμλετ. Η υφήλιος κρατάει την ανάσα της.
Γι’ αυτό λοιπόν από το να τσακωνόμαστε για ανοησίες προτιμώ να γυρίσω στο παραδοσιακό μοντέλο.
Μια δημοκρατία έχουμε όλη κι όλη, η οποία ασκείται και λειτουργεί στο πλαίσιο του Συντάγματος και των νόμων. Μακάρι να λειτουργεί σωστά.
Κι αν κάποιος έχει αντίρρηση, κανένα πρόβλημα. Σε όλα υπάρχει λύση.
n Είτε προσφεύγει στη Δικαιοσύνη αν θεωρεί ότι οι νόμοι παραβιάζονται και το Σύνταγμα καταλύεται.
Ο Ανδρουλάκης που έχει διάφορα παράπονα προσέφυγε στον Αρειο Πάγο και στο Συμβούλιο της Επικρατείας, μια χαρά.
n Είτε φτιάχνει κόμμα και κατεβαίνει στις εκλογές. Δεν ξέρω τι ψάρια θα πιάσει αλλά τουλάχιστον δεν θα έχει λόγους να παραπονιέται.
Διότι η δημοκρατία έχει έναν βασικό κανόνα. Κανείς δεν είναι υπεράνω του νόμου – ούτε τα πρώην ή νυν μέλη των Ανεξάρτητων Αρχών…
Και φυσικά η δημοκρατία δεν εκτρέφει «ιερές αγελάδες». («Η νόσος των ιερών αγελάδων», «ΤΑ ΝΕΑ», 20-21/8/2022).
Γι’ αυτό δεν κατανοώ την αλαβουζία που έχουν πάθει διάφοροι αυτόκλητοι ενδιαφερόμενοι με τα «θεσμικά αντίβαρα».
Επειδή δεν έμαθα να άλλαξε το Σύνταγμα ή η θεσμική συγκρότηση της πολιτείας μέσα στο καλοκαίρι, ακόμη δεν έχω καταλάβει τι κακό μας βρήκε μετά τις εκλογές.
Αν δεν κάνω λάθος κανένα θεσμικό αντίβαρο δεν προστέθηκε, ούτε αφαιρέθηκε, από την ημέρα των εκλογών. Ο,τι είχαμε, έχουμε. Οπως δούλευαν, δουλεύουν.
Εκείνο που αποδυναμώθηκε εκλογικά είναι η αντιπολίτευση.
Αλλά δεν συνιστά πρόβλημα δημοκρατίας, ούτε θεσμική ασυμμετρία, αν η αντιπολίτευση είναι ισχυρή ή αδύναμη. Είναι πρόβλημα της αντιπολίτευσης, ενδεχομένως των φίλων της και κανενός άλλου.
Ο Β. Βενιζέλος μίλησε για «ασυμμετρία της μνήμης» (6/11).
Ομολογώ ότι δεν καταλαβαίνω την παρατήρηση. Κανείς και ποτέ δεν θυμάται συμμετρικά, ούτε με τρόπο που να χωράει όλους τους άλλους.
Στο κάτω κάτω η ασυμμετρία κάθε είδους αποτελεί στοιχείο της δημοκρατίας. Και επί της ουσίας διαμορφώνεται το βράδυ των εκλογών.
Προφανώς τα ποινικά ζητήματα δεν κλείνουν με το εκλογικό αποτέλεσμα, αν είναι δυνατόν. Η Δικαιοσύνη συνεχίζει τη δουλειά της.
Και θα έκανε λάθος ο Μητσοτάκης αν εννοούσε κάτι τέτοιο με την επίκληση του 41% στη Βουλή για τα Τέμπη ή τις υποκλοπές – δεν είμαι βέβαιος ότι το εννοούσε…
Αλλά τα πολιτικά ζητήματα κλείνουν. Το εκλογικό αποτέλεσμα ισχύει προς όλους. Κάποιος κερδίζει, κάποιος χάνει, δεν βγαίνουμε όλοι μαζί ισοπαλία.
Και συνεπώς η θεωρία ότι «κανείς δεν μπορεί να επικαλείται την εκλογική νίκη του 41%» (Β. Βενιζέλος, 5/11) είναι εκτός πολιτικής λογικής.
Πάνω σε αυτό το 41% έχουν οικοδομηθεί οι συσχετισμοί που θα ισχύουν έως τις επόμενες εκλογές. Το ψηφίσαμε, δεν το τραβήξαμε στο Λόττο.
Διότι αν δεν αποδεχτούμε το εκλογικό δεδομένο, μπορεί να έχουμε Σύνταγμα (και η Κίνα έχει…) αλλά δεν έχουμε δημοκρατία.
Στην καλύτερη περίπτωση θα αναπαράγουμε αενάως το κουβεντολόι κάποιας υποτιθέμενης «σπουδαιότητας» κάποιου σπουδαίου «ζητήματος» σε κάποια σπουδαία ημερίδα. Υποθέτω πως έχουμε και σοβαρότερες δουλειές.
Τη χειρότερη δεν θέλω να τη σκέφτομαι.
Καλώς Ή κακώς στη δημοκρατία έχουμε βρει έναν υγιή και ειρηνικό τρόπο να λύνουμε τις διαφορές μας, τις εκλογές.
Οι ψηφοφόροι ψηφίζοντας όχι μόνο επιλέγουν αλλά και αποφαίνονται. Και για την επόμενη διακυβέρνηση αλλά και για τα πεπραγμένα της προηγούμενης.
Οι ηττημένοι μπορούν ασφαλώς να επιμένουν μετά το εκλογικό αποτέλεσμα να περιφέρουν αενάως το ίδιο τροπάριο.
Δικαίωμά τους αλλά κακό του κεφαλιού τους. Κανείς δεν άνοιξε εστιατόριο με ξαναζεσταμένο φαγητό.
Με άλλα λόγια (και για να επιστρέψουμε στον αρχικό διαχωρισμό) ωραίο πράγμα η «συνταγματική δημοκρατία» αλλά αν το ζητούμενο είναι να παρακάμψουμε την «εκλογική δημοκρατία», αυτό δεν λέγεται δημοκρατία.
Και οι «χούντες» (για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους…) δεν διαφέρουν πολύ μεταξύ τους όποια νομιμότητα κι αν επικαλούνται.
Είτε τις αποτελούν συνταγματάρχες, είτε δημοδιδάσκαλοι, είτε καθηγητές Πανεπιστημίου.