Ο Φρόιντ έλεγε πως «για να θεραπευθεί ένας ασθενής, απαιτείται μια βασική προϋπόθεση: να θέλει καταρχήν, ό ίδιος, να θεραπευθεί». Διότι άμα πας στον ψυχίατρο και του αραδιάζεις ψέματα είναι λογικό πως τον καθοδηγείς, όχι να σε θεραπεύσει, αλλά να σε αποζουρλάνει περισσότερο. Αυτό ισχύει σε πολλές περιπτώσεις και σε κάποιο βαθμό και στο Ισραηλινο-Παλαιστινιακό. Αν δεν θέλει (ή δεν μπορεί) η νύφη κι ο γαμπρός τότε άδικα γανιάζουμε κι εμείς και οι σύμβουλοι γάμου.
Κι όλοι πετάμε τη λογική κοινοτοπία «να γίνουν δύο κράτη και να ησυχάσουν κι αυτοί κι εμείς». Δίκαιο, και ποιος δεν θα το ‘θελε; Αλλά αυτό είναι, πια, απλώς μια καφενειακή κουβέντα, κι αν ήτανε τόσο εύκολο όσο ακούγεται θα είχε λυθεί προ πολλού. Πατάς το κουμπί και βγαίνει η χοντρή; Οχι πια και όχι σε αυτήν την περίπτωση. Οι φραπεδο-ειδήμονες τα λύνουν φυσικά όλα σε δύο λεπτά και τα κομματικά πάπετς βγαίνουνε για διαδηλώσεις στα αεροδρόμια επειδή το έχουνε λύσει το μυστήριο: πιστεύουν ακράδαντα πως ο δολοφόνος στο μυθιστόρημα είναι η νοσοκόμα. Γιατί; Διότι έτσι τους είπε ο ινστρούχτορας, και πάει τελείωσε. Βρήκαν τη λύση απ’ την πρώτη σελίδα, διότι γι’ αυτούς δεν υπάρχει κανένα μπέρδεμα και κανένα μυστήριο πουθενά, λένε τη λέξη «ιμπεριαλισμός» και όλα ως διά μαγείας έχουνε απαντηθεί στον αιώνα το άπαντα. Ποσώς τους νοιάζει ο ουμανισμός και το τι συμβαίνει στη Γάζα, εφόσον όλα υπάρχουν και συμβαίνουν για να επαληθεύουν μια προτηγανισμένη θεώρηση. Εχουνε απαρασάλευτη άποψη για το γεγονός, πριν ακόμα αυτό συμβεί. Ποιος ταΐζει το πουλάκι; Ο Θεός, ο Θεός.
Απ’ την άλλη υπάρχει ένα μέρος του κόσμου ήκιστα πληροφορημένο για το τι όντως συμβαίνει επί δεκαετίες εκεί κάτω, πόσο περίπλοκο είναι το θέμα, αλλά έχει ανάγκη να φτιάξει μια αυτο-εικόνα ανθρωπιστή και να βγει να διαδηλώσει για το δίκιο, για την ειρήνη και για άλλα ηχηρά (εδώ και δεκαετίες), να πιστέψει πως πάσχει, ότι αγωνίζεται για τον άνθρωπο, έστω με την πιο ελλιπή, ή αφηρημένη έννοια. Βολικό και αυτοθεραπευτικό, βεβαίως, και επαναλαμβάνεται με ανιαρό τρόπο σε κάθε γενιά που ξεχύνεται να διαδηλώσει στα πανεπιστήμια και όχι μόνο για ζητήματα που λίγο καταλαβαίνει, μάλλον αγνοεί τα δεδομένα τους, ή παραβλέπει ακόμα και τα πιο προφανή. Εντάξει, ανθρώπινο. Ας δεχτούμε πως όποιος το κάνει είναι ευαίσθητος και in.
Μακάρι, βέβαια, όλοι αυτοί οι νέοι που διασχίζουν κραυγάζοντας το σκοτεινό τους δάσος (όπως όλοι μας, κάποτε, που κάναμε τα ίδια) να είχαν δίκιο και τα πράγματα να ήτανε τόσο ξεκάθαρα – αλλά δεν είναι σχεδόν ποτέ. Ειδικά στο Παλαιστινιακο-Εβραϊκό, που είναι ένα θέμα δέκα φορές πιο μπερδεμένο από το κάποτε Ανατολικό Ζήτημα, δεν υπάρχουν εύκολες απαντήσεις και οι τυφλοσούρτες εξυπηρετούν μόνο την παρηγορία της συνείδησης όσων νομίζουν πως θα το λύσουνε με ένα σύνθημα, ή με συνοικιακά στερεότυπα. Φυσικά, ρε φίλε, και θέλουμε όλοι δύο κράτη και ισονομία και δικαιοσύνη, αλλά άντε πάνε και λύσε το εσύ, εκείνο που δεν μπόρεσε να λύσει ο Ράμπιν, ο Αραφάτ, ο Αμπάς, ένα σωρό πρωθυπουργοί του Ισραήλ, συμφωνίες, πρόεδροι των ΗΠΑ, οι γύρω αβανταδόροι, η παγκόσμια κοινότητα επί δεκαετίες και φυσικά και κυρίως οι δύο αμέσως ενδιαφερόμενοι λαοί. Εάν αυτοί οι δύο λαοί καταρχήν δεν θέλουνε, ή είναι ανέτοιμοι, ή και ανεπαρκείς, ακόμα, να θεραπευθούν, να βρούνε μια λύση, με αμοιβαίες υποχωρήσεις και συγκατάβαση, εάν κάθε τόσο και στις δύο πλευρές αναδύονται φανατικοί και ακραίοι και τρομοκράτες, εάν πολεμούν (στιγματίζουν, ή και δολοφονούν) τον κάθε σώφρονα που προτείνει λύσεις, τότε πώς θα βγάλουνε άκρη; Και καλά είναι τα έξωθεν ευχολόγια και οι ουμανιστικές κραυγές αλλά εδώ έχουμε να κάνουμε με τα φίδια του Λαοκόοντα που μπερδεύτηκαν με τα πλοκάμια της Λερναίας Υδρας. (Μιλώ για όσους έχουν την κυρίως ευθύνη, όχι γενικά για τους δυο λαούς). Αντε, πήγαινε λύσ’ το.
Πιπιλάμε το αυτονόητο κλισέ για δύο κράτη, αλλά δεν πρόκειται για μπακλαβαδοκόματα. Πρόκειται για λυσσασμένη κατάσταση, με πολύ αίμα που έχει χυθεί ήδη και μολύνει εξ ολοκλήρου τη μνήμη και των δύο. Για αίμα που σκούζει και ζητάει εκδίκηση από κάθε μεριά και τυφλώνει τη λογική – ίσως κι εμείς, αν ζούσαμε εκεί, να ήμασταν το ίδιο πωρωμένοι, το ίδιο ακραίοι, ως Ελληνες που τυγχάνει να έχουμε επιπλέον και το προσόν του εμφύλιου μένους. Γι’ αυτό, κι επειδή ούτε καν οι σούπερ ειδικοί δεν μπορούν εύκολα να αποφανθούν, είναι καλύτερα να το βουλώνουμε περισσότερο και λιγότερο να μιλάμε για την ουσία του ζητήματος. Ο ουμανισμός μας οφείλει να μην είναι επιλεκτικός και βέβαια –και κυρίως– να σκεφτόμαστε και τα εθνικά μας συμφέροντα. Αυτό είναι το επίσης κρίσιμο κι αυτό σκέφτονται επιπλέον κι ανέκαθεν όλοι κατεξοχήν: (και) τα δικά τους συμφέροντα, ιδίως αν πρόκειται για μείζον, υπαρξιακό θέμα και των ιδίων κι όχι για αερολογίες αμφιθεάτρου.
Οπότε: βοηθάμε, μεν, αλλά για να βοηθήσεις πρέπει παράλληλα να υπάρχεις, να ενισχύεσαι και να μπορείς. Μηδέν άγαν, Αύγουστε.