Οσοι αυτή τη βδομάδα αποδώσαμε, διά ζώσης ή γραπτώς, την αρμόζουσα τιμή στον Κώστα Σημίτη, δεν διακατεχόμαστε από νοσταλγία ούτε για το πρόσωπο ούτε για την εποχή του. Ο πρώην πρωθυπουργός όχι μόνο είναι εν ζωή, αλλά παραμένει, όπως έδειξε ο συνδυασμός επαίνου και μένους που τον συνόδευσε, απολύτως επίκαιρος. Σε καιρούς, βέβαια, που είναι εκ των πραγμάτων εντελώς διαφορετικοί, για αρκετούς αβάστακτα διαφορετικοί, και στην Ελλάδα και διεθνώς. Δεν πρόκειται για ανάμνηση, συνεπώς, αλλά για αποτίμηση και σύγκριση, οι οποίες αναδεικνύουν ένα άλλο πολιτικό κλίμα και ένα άλλο πολιτικό ήθος. Ανεπιστρεπτί, ίσως, παρελθόντα, αλλά πάντα επιθυμητά.
Την αποτίμηση φυσικά σφραγίζουν τα μεγάλα, σχεδόν ασύλληπτα με τα μέτρα της σημερινής εποχής, επιτεύγματα της περιόδου 1996-2004: ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ και της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ενωση, πλήθος μεγάλων έργων που άλλαξαν το πρόσωπο της χώρας, ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής, διεθνής αποδοχή και σεβασμός του προσώπου του Πρωθυπουργού και ολόκληρης της χώρας, που δεν έμειναν στα λόγια αλλά μεταφράστηκαν σε αναβάθμιση της θέσης εντός της Ευρωπαϊκής Ενωσης και σε ανέλιξη πολλών σημαντικών συμπατριωτών μας (Διαμαντούρος, Παπαδήμος, Σκουρής) σε υψηλότατα ευρωπαϊκά αξιώματα. Επιτεύγματα, ωστόσο, που δεν οφείλονται σε μια ευνοϊκή συγκυρία – αντίθετα, η «εποχή Σημίτη» ξεκίνησε υπό τις δυσκολότερες δυνατές συνθήκες: με την κρίση των Ιμίων στο κυβερνητικό πεδίο και ανοιχτή αμφισβήτηση στο εσωκομματικό. Οφείλονται σε μια μέθοδο διακυβέρνησης και ηγεσίας, την οποία συνόψισε καλύτερα από όλους ο ίδιος ο πρώην πρωθυπουργός με τα ελάχιστα αλλά σημαίνοντα που είπε στην εκδήλωση της Δευτέρας: επιμονή σε αρχές, τόλμη και, όταν χρειάζεται, αποφάσεις κόντρα στο ρεύμα. Δεν είναι, πιστεύω, τυχαίο που ο Σημίτης και η κυβέρνησή του πέτυχαν όσα πέτυχαν – χωρίς να σημαίνει ότι πέτυχαν σε όλα: η άγνοια ή η αγνόηση του τι εξυφαινόταν εκ των έσω είχε βαρύτατο κόστος – χωρίς ποτέ να γίνουν «λαοφιλείς», δηλαδή λαοπλάνοι. Ακόμα λιγότερο τυχαίο είναι ότι σήμερα, είκοσι σχεδόν χρόνια μετά την αποχώρησή του από την πρώτη γραμμή, ο Κώστας Σημίτης συνεχίζει να αποτελεί τον υπ’ αριθμόν ένα στόχο όσων -προερχόμενων από όλα τα κόμματα – υπερασπίζονται, από αδυναμία, μικρότητα, συνήθεια ή επιλογή, μια «πολιτική α λα γκρέκα»: καμωμένη με μεγαλοστομίες αντί για πράξεις, ίντριγκες αντί για έντιμους συμβιβασμούς, επίκληση του λαού αντί για έργα για τον λαό, εχθροπάθεια αντί για αντιπαράθεση, εθνικισμό αντί για εξωστρέφεια.
Η σημερινή κατάσταση, στην κυβέρνηση αλλά και στην αντιπολίτευση, βρίσκεται, κατά την ταπεινή γνώμη μου, στους αντίποδες της «εποχής» και του «κλίματος» Σημίτη. Στην κυβέρνηση, παρά το σαφώς διακριτό προφίλ του Πρωθυπουργού – που συμβολικά επισφραγίστηκε με την τιμητική, για τον Κώστα Σημίτη αλλά και για τον Κυριάκο Μητσοτάκη, παρουσία του δεύτερου στην εκδήλωση για τον πρώτο – επικρατεί ο κυνισμός αντί για τη σεμνότητα, το παρεάκι αντί για το μπλοκάκι. Κορυφή του παγόβουνου η διαρκής υπόμνηση της απόλυτης και έναντι όλων, θεσμών, κομμάτων και προσώπων, ισχύος που προσδίδει το 41% στις κάλπες. Στην αντιπολίτευση, επικρατεί πλήρης σύγχυση: περί της ταυτότητας στον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά με απώλεια αρχών και πυξίδας, περί της πορείας προς την ανάκαμψη στο ΠΑΣΟΚ, αλλά τουλάχιστον με εσωτερική «κάθαρση». Η «γραμμή Σημίτη» – ευρωπαϊσμός, εκσυγχρονισμός, ρεφορμισμός – έχει γίνει, ανεπαίσθητα ίσως, κοινό κτήμα στο ΠΑΣΟΚ, όπως και στην ευρύτερη πολιτική σκηνή. Μόνο που το βάρος καλούνται να σηκώσουν άνθρωποι και οργανισμοί ενός άλλου, και μάλλον αταίριαστου, είδους.