Την περασμένη Κυριακή βλέποντας τον προπονητή του Ολυμπιακού Ντιέγκο Μαρτίνεθ στο ματς με τον ΠΑΟΚ να βγάζει από το γήπεδο στο δεύτερο ημίχρονο τον μέσο Σωτήρη Αλεξανδρόπουλο και τον ακραίο αμυντικό Κίνι για να προσθέσει δυο κυνηγούς (τον Γιώργο Μασούρα και τον Νορβηγό Σολμπάκεν) πολλοί αναρωτήθηκαν τι έπαθε – το τι έπαθε ο Ολυμπιακός από τον ΠΑΟΚ που έφτασε να προηγείται στο Καραϊσκάκη με 0-4 το έβλεπαν όλοι. Δεν συνέβη τίποτα το παράξενο: απλά ο Ντιέγκο Μαρτίνεθ είναι Ισπανός. Η όχι πλέον μικρή μου πείρα με έχει διδάξει ότι ο τρόπος με τον οποίο δουλεύει ένας προπονητής (σε αυτό βάζω τη γενικότερη συμπεριφορά του κι όχι απλά τις τακτικές επιλογές του…) δεν είναι τόσο απρόβλεπτος. Οι προπονητές κουβαλάνε όλοι τους μια συγκεκριμένη βεβαιότητα για το τι είναι το ποδόσφαιρο. Αυτή η βεβαιότητα έχει πάντα επηρεαστεί από τη χώρα προέλευσης του καθενός κι αυτό είναι ενδιαφέρον διότι κατά τα άλλα το ποδόσφαιρο είναι παγκοσμιοποιημένο. Κι όμως εντός αυτής της παγκοσμιοποίησης υπάρχει επιρροή καταγωγής και μάλιστα μεγάλη.
Οχι τυχαία
Οι Ολλανδοί π.χ. αντιλαμβάνονται τον ρόλο του προπονητή ως ρόλο παιδαγωγού: είναι σκληροί, πιστεύουν πολύ στην ένταση της προπόνησης, τους νοιάζει η πρόοδος του ποδοσφαιριστή πιο πολύ από την πρόοδο της ομάδας. Αυτός είναι ο λόγος που οι έλληνες παίκτες που πάνε στην Ολλανδία βελτιώνονται. Οι Ιταλοί πιστεύουν σχεδόν όλοι ότι δεν υπάρχει ποδόσφαιρο χωρίς άμυνα – στην επίθεση πιστεύουν πως το ταλέντο μπορεί να δώσει λύσεις. Δεν είναι τυχαίο ότι η Ιταλία έγινε το τελευταίο καταφύγιο του Μουρίνιο: οι Ιταλοί τον καταλαβαίνουν. Οι Γερμανοί αντιλαμβάνονται το ποδόσφαιρο ως τρέξιμο: όποιος δεν τρέχει (ειδικά με την μπάλα στα πόδια) δεν θεωρείται χρήσιμος. Οι Πορτογάλοι πιστεύουν στην καταστροφή του παιχνιδιού του αντιπάλου με όπλο την κατοχή της μπάλας, χαίρονται να παρουσιάζουν ομάδες που σε κοιμίζουν, αλλά είναι έτοιμες την ίδια στιγμή να σε «δαγκώσουν». Οι Βραζιλιάνοι δεν πιστεύουν ότι η προπόνηση είναι σημαντικότερη από το ταλέντο και την αγάπη των παικτών τους. Οταν κάποτε ήρθε στον Ολυμπιακό ο Ζίκο έδωσε δώδεκα μέρες ρεπό στους παίκτες στη διακοπή των Χριστουγέννων: όλοι τον λάτρεψαν. Αλλά γύρισαν από τις διακοπές και δεν μπορούσαν να πάρουν τα πόδια τους. Και οι Ισπανοί; Αυτοί έχουν τη δική τους λογική που έχει πολύ και από την παλιά Ρεάλ Μαδρίτης και πολύ από τη μετακροϊφική Μπαρτσελόνα.
Ηττα
H λογική «η ήττα είναι μια και μόνη και το ποιο είναι το αποτέλεσμα δεν έχει σημασία, όλες ήττες είναι» είναι ο λόγος που το ποδόσφαιρο των Ισπανών είναι γεμάτο από θριάμβους και διασυρμούς. Στα ντέρμπι ανάμεσα στη Μπαρτσελόνα και στη Ρεάλ Μαδρίτης οι διασυρμοί και των δυο είναι αμέτρητοι – μιλάω για ήττες με 5-0, 1-4, 6-2, 5-0 κ.λπ. Στην Ισπανία όλες οι ήττες είναι ίδιες. Οχι τώρα: χρόνια τώρα. Η Μπαρτσελόνα έχασε το 1994 4-0 από την ελλιπέστατη Μίλαν στον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ και η Ρεάλ 5-0 από την ίδια ομάδα σε ημιτελικό! Επίσης η Εθνική Ισπανίας πέρασε κάποτε από τη νίκη με 6-0 επί της Ουρουγουάης, στην ήττα με 5-0 από τη Δανία στην ίδια διοργάνωση: στο Παγκόσμιο του 1986.
Βαλβέρδε
Ο πιο αγαπημένος Ισπανός από όλους που έχουν δουλέψει στην Ελλάδα, ο Ερνέστο Βαλβέρδε, ξεκίνησε στον πάγκο του Ολυμπιακού με μια ήττα – σοκ από την Ανόρθωση σε προκριματικό του Τσάμπιονς Λιγκ που στοίχισε τότε γύρω στα 25 εκατ. ευρώ! Ο Μανόλο Χιμένεθ ήταν στον πάγκο της ΑΕΚ, όταν ο Ολυμπιακός της έβαλε μια φορά έξι γκολ και μια φορά πέντε γκολ στο Καραϊσκάκη – για να δείξει ότι δεν ήταν τυχαίο τα δέχτηκε και στο ΟΑΚΑ την τελευταία φορά που ήρθε. Ο Σέρα Φερέρ, πάλι με την ΑΕΚ, δέχτηκε τέσσερα γκολ από τον ΠΑΟ – τα τρία σε ένα ημίχρονο! Ο Μουνιόθ, όταν ήρθε στον Παναθηναϊκό, βλέποντας ότι η ομάδα του δεν τον άκουγε, την άφησε κάποτε να καταρρεύσει – ο Παναθηναϊκός του έκανε δυο μήνες να κερδίσει κι έχασε έναν τελικό Κυπέλλου από τη Λάρισα ενώ αυτός παρακολουθούσε ατάραχος.
Σερί
Από την άλλη τα καλύτερα ματς τα τελευταία χρόνια χάρη σε Ισπανούς τα είδαμε. Ο Βαλβέρδε παραλίγο να αλλάξει τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε το ποδόσφαιρο. Ο Χιμένεθ με την ΑΕΚ πήρε πρωτάθλημα κι έτρεξε κι ένα αήττητο σερί 13 αγώνων στην Ευρώπη που σήμερα μοιάζει απίστευτο. Ο Μουνιόθ είχε κερδίσει ως προπονητής του ΠΑΟ την ΑΕΚ με 4-1 με πρωταγωνιστή τον 17χρονο Νίνη. Κι ο Μίτσελ ως προπονητής του Ολυμπιακού κέρδισε τη Γιουβέντους, τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, την Ατλέτικο Μαδρίτης και την Μπενφίκα. Κι έχασε πέρυσι στο Κύπελλο Ελλάδος 3-0 από την ΑΕΚ και παρακολουθούσε τον Αρη αμέριμνος να κάνει ό,τι θέλει και να ισοφαρίζει στο Καραϊσκάκη τον Ολυμπιακό σε 2-2 σε ένα ματς που η ομάδα του είχε προηγηθεί με 2-0. Παρεμπιπτόντως εξαιτίας αυτού του 2-2 έχασε και τις τελευταίες ελπίδες να κερδίσει το πρωτάθλημα.
Συνέπεια
Οι ομάδες των Ισπανών προπονητών δεν «κλέβουν» ματς, κερδίζουν ματς. Ολες οι ομάδες που έχουν ισπανούς προπονητές παίζουν για τη νίκη και είναι δομημένες έτσι ώστε να δίνουν στους ποδοσφαιριστές την ικανότητα να δείχνουν τις αρετές τους – κυρίως τις επιθετικές αρετές τους. Αν μια ισπανική ομάδα διαγνώσει αδυναμίες θα σου κάνει ζημιά χάρη στην επιμονή της: αν π.χ. είσαι αδύναμος στα δεξιά θα βγαίνουν από την πλευρά αυτή παίκτες της ισπανικής ομάδας όλο το βράδυ. Δεν είναι θέμα «τίκι τάκα φούτμπολ»: άλλωστε δεν παίζουν όλες έτσι – το κοινό είναι το γκάζι και η νοοτροπία. Η ομάδα με ισπανό προπονητή πρέπει σε κάθε περίπτωση να εκτελέσει ένα σχέδιο νίκης που στο μυαλό του κόουτς είναι το μοναδικό που υπάρχει. Οι παίκτες είναι στρατιωτάκια που το σχέδιο το εκτελούν. Προικισμένα στρατιωτάκια, αλλά στρατιωτάκια. Κι όταν το σχέδιο δεν αποδώσει; Τότε ο προπονητής θα παρέμβει, όχι για να προστατεύσει την ομάδα του από μια βαριά ήττα, αλλά για να την υποχρεώσει να παίξει επιθετικότερα με όποιο τίμημα. Ο Ντιέγκο Μαρτίνεθ στο ματς Ολυμπιακός – ΠΑΟΚ έμεινε συνεπής. Αλλά οι παίκτες του στο δεύτερο ημίχρονο αυτή τη συνέπεια την πλήρωσαν.
Σκληρός
Το είχα πει κάποτε για τον Βαλβέρδε, τον Σέρα Φερέρ, τον Μουνιόθ και τον Χιμένεθ, αλλά και για τον Μίτσελ και τις δυο φορές που ήρθε, το υπενθυμίζω και τώρα: οι Ισπανοί είναι στρατηγοί που αδιαφορούν για τις απώλειες, δεν σκέφτονται τον φαντάρο. Οταν μιλάμε για έναν ισπανό προπονητή μιλάμε για κάποιον που πίσω από μια ευγενική φυσιογνωμία κρύβει πολλή σκληράδα.