«Δε χρειάζεται, για να συνομιλείς με κάποιον, να μοιράζεσαι την κοσμοθεωρία του […] Αντιλαμβανόμαστε όλοι ότι όταν είμαστε σε μια πολυκατοικία δεν χρειάζεται όλοι να πιστεύουμε το ίδιο για να μπορέσουμε να λύσουμε τα θέματα που απασχολούν την ασφάλεια, την καθαριότητα ή την τροφοδοσία της πολυκατοικίας […] Η δικιά μου προδιάθεση, με την εντολή του πρωθυπουργού, είναι να αγγίξουμε με γενναιότητα τα θέματα τα οποία μας ταλανίζουν επί δεκαετίες». Τις σκέψεις του αυτές, μεταξύ άλλων, εξέφρασε την περασμένη εβδομάδα ο υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Γεραπετρίτης σε συνέδριο του Κύκλου Ιδεών, τις οποίες ολοκλήρωσε αναφερόμενος σε αυτό που αποκάλεσε «έξι βασικές αρχές για την προσέγγιση με την Τουρκία». Και που για προφανείς λόγους πρέπει να τύχουν εξαιρετικής προσοχής:
«Αρχή πρώτη, οφείλουμε να συζητούμε με τους γείτονές μας. Οπως λέει και ο Πρωθυπουργός συχνά, η γεωγραφία μάς έχει κατατάξει δίπλα στην Τουρκία.
Αρχή δεύτερη, οδηγός μας παραμένει το Διεθνές Δίκαιο. Αν είσαι συνεπής με την εφαρμογή του Διεθνούς Δικαίου, αργά ή γρήγορα θα δικαιωθείς.
Αρχή τρίτη, θέματα που άπτονται της εθνικής κυριαρχίας είναι εκτός ατζέντας, δεν πρόκειται να τεθεί σε συζητήσεις ποτέ ένα ζήτημα που αφορά την εθνική κυριαρχία, δηλαδή θέματα τα οποία έχουν να κάνουν με μονομερή απόφαση της Ελλάδος.
Αρχή τέταρτη, οφείλουμε να έχουμε δικλίδες ασφαλείας, αποσυμπίεσης, έτσι ώστε κάθε φορά που προκύπτει μία διαφορά ή μία διαφωνία, αυτό να μην καταλήγει σε ένταση και σε κρίση. Αυτό αισθάνομαι ότι έχουμε πετύχει σε ικανό βαθμό.
Αρχή πέμπτη, η μακρά περίοδος ησυχίας, την οποία βιώνουμε περίπου δέκα μήνες είναι από μόνη της μία κατάκτηση. Είναι κάτι που δεν ήταν δεδομένο.
Αρχή έκτη, την ειρήνη και την ευημερία δεν την προάγει η αδράνεια, την προάγει η ευθυκρισία και η γενναιότητα στις αποφάσεις τις οποίες λαμβάνεις».
Κατά σειρά, λοιπόν, μπορεί κανείς να αντιπαρατάξει άλλες «αρχές» και, κυρίως, σκληρά ερωτήματα, αν θέλει να αντικρούσει τις παραπάνω που, όπως θα φανεί, θα έπρεπε να είχαν δουλευτεί μακράν προσεκτικότερα, ειδικά ενόψει διαλόγου σαν αυτόν που διεξάγεται, για να μην προκαλούν την εύλογη ανησυχία που αυτές οι «αρχές» πλέον προκαλούν:
-Κατά συνέπεια μπορείς να συνομιλείς και υπό το κράτος επίσημων απειλών πολέμου, άρα δεν υπάρχει πρόβλημα με το casus belli της Τουρκίας. Είναι κομμάτι της κοσμοθεωρίας τους να απειλούν. Και προφανώς πιάνει. Μπορείς εξίσου να συνομιλείς και με τρομοκράτες – κοσμοθεωρία δεν είναι; Ούτε και όταν αναφέρεται στο Διεθνές Δίκαιο το αντιμετωπίζει με την όποια δεσμευτικότητά του. Αντίθετα, το βλέπει μέσα από μία λίαν αμφίβολης αξίας ηθικολογία.
-Πράγματι, στην πολυκατοικία, δεν χρειάζεται να συμφωνούμε όλοι για να λύσουμε τα τρέχοντα. Αλλά έχει νόημα να ζητούμε καλή θέληση όταν ο κακός γείτονας θέλει με το ζόρι να ρίξει τους τοίχους για να μεγαλώσει το διαμέρισμά του; Ή, άλλως, όταν (ακόμα) αμφισβητεί τη Λωζάννη και δοκιμάζει πυραύλους που «θα νιώσουν στην Αθήνα και πιο πέρα»…
– Ασφαλώς η γενναιότητα είναι απαραίτητη. Υπό την προϋπόθεση ότι είναι αμφίδρομη, κάτι που αποσιωπάται πλήρως. «Γενναιότητα μονομερής», όπως εδώ ζητείται, δεν αποκαλείται πλέον γενναιότητα. Αλλιώς αποκαλείται, επειδή άλλο είναι.
-Τελευταίο πλην όχι έσχατο: τα θέματα εθνικής κυριαρχίας, που «είναι εκτός ατζέντας», είναι μόνον «αυτά που αφορούν μονομερή απόφαση της Ελλάδας»; Αυτή η διατύπωση, θα ήταν ίσως κατανοητό ολίσθημα για κάποιον αδαή, αλλά είναι προφανώς αδιανόητη ως «σφάλμα» για έναν καθηγητή του Δικαίου επιπέδου Γεραπετρίτη. Γιατί κάτω από αυτήν την τόσο προσεκτικά στρεβλή διατύπωση η Ελλάδα εισέρχεται πλέον στον επικίνδυνα θολό κόσμο με τίτλο: «Η Συνθήκη της Λωζάννης είναι απολύτως διαπραγματεύσιμη» δηλώνοντας «γενναία» για τις θυσίες. Κάτι που εξηγεί πλήρως την άλλως λογικά ανεξήγητη «νηνεμία» των δέκα μηνών. Και που δείχνει ότι αυτές οι έξι «αρχές» φαίνεται να οδηγούν προς ένα μόνο τέλος.