Τη θυμόμαστε τη διαφήμιση; Από εκείνη τη μακρινή εποχή που τα διαφημιστικά σποτ τα αντιμετωπίζαμε ως, περίπου, κινηματογραφικές ταινίες (σκηνοθετούσε ο Λάνθιμος, θυμίζω) και οι πιο επιτυχημένοι συνθέτες της καινούργιας τότε, φουρνιάς, έγραφαν τζινγκλάκια; Ε, αυτό θυμόταν ο Στέφανος Κασσελάκης από τα χρόνια που ζούσε ακόμη στην Ελλάδα πριν μεταναστεύσει, αυτό ήξερε, αυτό είπε, στην προχθεσινή Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ, προς σχολιασμό των ενδοκομματικών του αντιπάλων. Εν τω μεταξύ, στα είκοσι χρόνια μισεμού που μεσολάβησαν, δεν άλλαξαν μόνο οι διαφημίσεις αλλά και οι σάλτσες που, πλέον, τις λέμε ντιπ και σος και βελουτέ. Για να μην ανοίξουμε το κεφάλαιο «αλλαγές και μετασχηματισμοί στην πολιτική».
Τέλος πάντων, απ’ όσα έγιναν το Σαββατοκύριακο στο κόμμα της αξιωματικής (λέμε τώρα) αντιπολίτευσης, στο θέμα «ατάκα» κερδίζει το «αντιπολίτευση Πουμαρό» του αρχηγού της, με το οποίο σχολίασε τις «σάλτσες» στις μακροσκελείς ανακοινώσεις των αντιπάλων του. Θα μπορούσε να βγάλει γέλιο όχι ως αστείο ακριβώς αλλά ως παρωχημένη αντίληψη χιούμορ. Ποιος χρησιμοποιεί σήμερα, στον δημόσιο λόγο, τη λέξη «σάλτσα» για να υποδηλώσει τη φλυαρία; Και για να το πάω ακόμη παραπέρα, στον λόγο ενός αριστερού πολιτικού δεν υπάρχει «σάλτσα», υπάρχει «ανάλυση». Αλλά πού να τα μάθει αυτά ο Στέφανος; Στην Γκόλντμαν Σακς; Ωστόσο, στη σούμα του Σαββατοκύριακου, ακόμη και τα αστεία προκαλούν θλίψη. Κατά τη γνώμη μου (και την υποτυπώδη «έρευνα» που έκανα σε λίγους φίλους και γνωστούς) θλίβουν ακόμη και όσους την τελευταία δεκαετία στέκονται σθεναρά και σταθερά απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ – αν βέβαια έχουν στοιχειώδη πολιτική συνείδηση.
Δεν είναι ευχάριστο και υγιές, γενικά για την πολιτική ζωή ενός τόπου, ένας ιδεολογικός χώρος να ξηλώνεται, για να μην πω να ξεβρακώνεται, τόσο απροσχημάτιστα. Ή, για να το πω πιο σωστά, απόλυτα υγιές είναι το ξήλωμα όταν το πουλόβερ είναι τόσο φθαρμένο και τόσο διάτρητο. Το ψυχολογικό εφέ είναι δυσάρεστο. Δηλαδή τι μας απειλούσε τόσα χρόνια; Ποιοι μας έσυραν στο παρά πέντε τού να βγούμε εκτός Ευρώπης; Ποιοι είναι αυτοί που τσογλανοποίησαν την πολιτική ζωή και έσπειραν τοξικότητα; Ποιοι στοχοποίησαν όσους δημοσιογράφους δεν προσαρτήθηκαν στο άρμα τους; Οι φωτιές που έβγαζε από το στόμα του ένας χάρτινος δράκος; Ε, τότε είμαστε άξιοι της τύχης μας.
Πώς το λένε εκείνο το ανέκδοτο; Οτι στην Αριστερά ένας σημαίνει κίνημα, δύο σημαίνουν κόμμα, δεν θυμάμαι τι σημαίνουν οι τρεις και οι τέσσερις, πάντως οι πέντε σημαίνουν διάσπαση. Και, απ’ όσο ξέρω από μαρτυρίες παρευρισκομένων, στη διάσπαση του ΚΚΕ το 1968 στη Βουδαπέστη έφευγαν καρέκλες. Μόνο που αυτά, οι μη άμεσα εμπλεκόμενοι, τα μάθαμε ως ιστορικά γεγονότα και όχι εν τη γενέσει τους. Δεν υπήρχαν κάμερες και κινητά να αναπαράγουν σε ζωντανή μετάδοση τα «αίσχος» και τα «ντροπή», τις εκφράσεις του Φίλη, τις χειρονομίες απελπισίας του Τζανακόπουλου. Δεν είναι διαδικτυακή εξωστρέφεια όλο αυτό. Είναι ευτελισμός. Σκέτος. Χωρίς επιθετικό προσδιορισμό.
Αρχηγού παρόντος
Η ομιλία του Στέφανου Κασσελάκη ήταν ένα ρεσιτάλ αυτοαναφορικότητας, ναρκισσισμού, απόλυτης απαξίωσης του αντιπάλου όχι με επιχειρήματα αλλά με ειρωνικά και πολύ κακού χιούμορ (αυτό το επιθετικό χιούμορ τού πολύ εκνευρισμένου) σχόλια. Σαν να βγήκε κατ’ ευθείαν από φροντιστήριο πολιτικού λόγου για αρχάριους, του περασμένου αιώνα όμως. Με ηγεμονική, όχι ηγετική προσέγγιση. Και με ένα λανγκάζ που παραπέμπει σε προπονητή ερασιτεχνικής ομάδας. Για να λέμε την αλήθεια, όμως, ποιος θα ερχόταν για διακοπές στην Ελλάδα και, αντί για μια ρακέτα, θα βρισκόταν με ένα κόμμα στο χέρι και δεν θα ξέφευγε; Οταν μάλιστα όλο αυτό το αντιμετωπίζει ως ριάλιτι – ήθελε αποχωρήσεις μέσω διαδικτυακού δημοψηφίσματος, δηλαδή όπως ακριβώς αποχωρούν οι παίκτες στα «Survivor» και στις «Φάρμες».
Από την άλλη, δεν καταλαβαίνω ακριβώς γιατί ωρύονται οι αντίπαλοί του, αποχωρήσαντες και μη. Τόσα χρόνια τι είχαν κάνει οι ίδιοι για τη θωράκιση της ιδεολογικής τους καθαρότητας; Και για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έγινε έτσι επειδή «εισέβαλε» ο Κασσελάκης. Επειδή ήταν έτσι όπως ήταν, έκανε θεαματικό εισοδισμό ο Κασσελάκης.