Ενας δημοσιογράφος των New York Times σημείωνε προχθές ότι μια νέα αναμέτρηση του Μπάιντεν με τον Τραμπ μπορεί να μην αποτελεί μια επιλογή που επιθυμεί η Αμερική (οι δημοτικότητες και των δύο υποψηφίων είναι πολύ χαμηλές), αποτελεί όμως μια επιλογή που οι Αμερικανοί πρέπει να αντιμετωπίσουν. Διότι θα αναγκαστούν με τον τρόπο αυτό να αποφασίσουν αν θα επικυρώσουν ή θα απορρίψουν βασικές αρχές που αφορούν τη δημοκρατία και τη διακυβέρνηση. Και να ξεκαθαρίσουν ποιοι νομίζουν πως είναι και τι θέλουν να γίνουν.
Με την ίδια λογική, ο Στέφανος Κασσελάκης είναι ένα πρόσωπο που μπορεί πολλοί συριζαίοι να απορρίπτουν, ή ακόμη και να απεχθάνονται, τους θέτει όμως προ ουσιαστικών διλημμάτων που τα προηγούμενα χρόνια έκρυβαν κάτω από το χαλί. Και τους βοηθά έτσι να ξεδιαλύνουν ζητήματα ταυτότητας, ιδεολογίας, φυσιογνωμίας, ακόμη και αισθητικής.
Η συμμαχία με τους Ανεξάρτητους Ελληνες, ας πούμε, δικαιολογήθηκε ως αναγκαίο κακό προκειμένου να εξασφαλιστεί η «Πρώτη Φορά Αριστερά», χωρίς να οδηγήσει – έστω και εκ των υστέρων – σε μια ανοιχτή συζήτηση για το τι κόστισε αυτή η επιλογή ούτε για το τι θα είχε συμβεί αν, αντί για το κόμμα αυτό, είχαν βολιδοσκοπηθεί το ΠΑΣΟΚ της Φώφης Γεννηματά και το Ποτάμι του Σταύρου Θεοδωράκη. Οταν όμως έχεις συνεργαστεί με τον Καμμένο και έχεις νομιμοποιήσει με τον τρόπο αυτό την κραυγή «Στα τέσσερα!», σου είναι πιο εύκολο να συνυπάρξεις με τον Πολάκη και να αποδεχθείς, ή ακόμη και να βρεις διασκεδαστική, την απειλή «Επρεπε να σηκωθώ πάνω και να πάει τρία μέτρα κάτω από τη γη». Αφορούσε βέβαια τους αντιπάλους σου. Οφειλες όμως να γνωρίζεις ότι μια μέρα θα φτάσει να αφορά και τους συντρόφους σου, ή ακόμη κι εσένα.
Ενα άλλο παράδειγμα είναι η επίθεση του Κασσελάκη στον Σημίτη και τον εκσυγχρονισμό. Τέτοιου τύπου λαϊκιστικές αναγνώσεις της Ιστορίας μπορεί να είναι ανέξοδες όταν κυβερνάς ή διεκδικείς με αξιώσεις την εξουσία, σε αναγκάζουν όμως να πάρεις θέση όταν βρίσκεσαι σε φάση ελεύθερης πτώσης. Να αποφασίσεις δηλαδή αν η δική σου Αριστερά είναι η ίδια με το σχήμα που έχει στο μυαλό του ο Κασσελάκης.
Η Σία Αναγνωστοπούλου, έτσι, δεν έχει δίκιο όταν λέει ότι αν δεν μιλήσει ο Αλέξης Τσίπρας, το κόμμα θα διαλυθεί. Γιατί υιοθετεί στην πραγματικότητα τη μεσσιανική λογική του διαδόχου του («Είμαι 35 ετών και ήρθα να θεραπεύσω ένα άρρωστο κόμμα»), παρακάμπτοντας τις αγεφύρωτες πολιτικές διαφορές ανάμεσα στις τάσεις και τα στρατόπεδα του ΣΥΡΙΖΑ (μεταρρυθμιστές εναντίον σταλινικών, ευρωπαϊστές εναντίον αυτοσχέδιων μάγων). Ο Τσίπρας έκλεισε τον κύκλο του. Πρόσφερε ό,τι είχε να προσφέρει. Και παρακολουθεί τώρα τις συνέπειες ενός τσιτάτου του Μάο που, τις παλιές καλές μέρες, είχε αυτάρεσκα επικαλεστεί: «Μεγάλη αναταραχή, θαυμάσια κατάσταση».