Μέχρι το περασμένο καλοκαίρι, η Ιβηρική ήταν ένας πολιτικός… παράδεισος για τους Ευρωπαίους Σοσιαλιστές, καθώς σε Ισπανία και Πορτογαλία κυριαρχούσαν πολιτικοί από το δικό τους στρατόπεδο. Αν, μάλιστα, αρκετοί διατηρούσαν αμφιβολίες για το κατά πόσο ο Πέδρο Σάντσεθ θα κατάφερνε να περάσει τον κάβο και να παραμείνει στη θέση του πρωθυπουργού μετά τις εκλογές του περασμένου Ιουλίου (κάτι που έχει πολλές πιθανότητες να πετύχει πλέον), για τον Αντόνιο Κόστα όλοι σχεδόν έδειχναν να είναι σίγουροι πως δεν απειλείται από κανέναν και από τίποτα.
Η πολιτική ιστορία, όμως, δεν γράφεται με τα αν και τίποτα δεν είναι δεδομένο, όσο καλά κι αν είναι προσχεδιασμένο. Κάτι που επιβεβαίωσε την περασμένη Τρίτη ο θεωρούμενος ως σίγουρος Κόστα, υποβάλλοντας την παραίτησή του και βυθίζοντας την Πορτογαλία στη δίνη μιας πολιτικής κρίσης την οποία πολύ λίγοι περίμεναν. Ειδικά μετά την εντυπωσιακή επίδοση που είχαν σημειώσει οι Σοσιαλιστές στις πρόωρες εκλογές του 2022, όταν με το 41,4% που έλαβαν διασφάλισαν την απόλυτη πλειοψηφία στη βουλή, στην οποία ελέγχουν τις 120 από τις 230 συνολικά έδρες. Κάνοντας, έτσι, τους περισσότερους να θεωρούν ότι ο Κόστα θα περνούσε μια άνετη τετραετία, χωρίς να αναγκάζεται σε συμβιβασμούς – πολύ περισσότερο καθώς διέθετε μια «προίκα» της τάξης των 16 δισ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης.
Της παραίτησης προηγήθηκαν, όπως είναι γνωστό, οι έφοδοι των αστυνομικών Αρχών σε αρκετά υπουργεία και στην οικία του Κόστα, καθώς και η σύλληψη του προσωπάρχη του, ο οποίος αντιμετωπίζει βαριές κατηγορίες. Ηταν ενέργειες, οι οποίες, ουσιαστικά, αποτέλεσαν το κερασάκι στις έρευνες για διαφθορά που διεξάγονταν εδώ και περίπου έναν χρόνο από τη γενική εισαγγελία γύρω από υποθέσεις που είχαν να κάνουν με έργα εξόρυξης λιθίου και μια τεράστια μονάδα «πράσινου υδρογόνου».
Οσο για την αντίδραση του μέχρι τότε πρωθυπουργού, ήταν μάλλον αυτή που θα περίμενε κανείς από έναν σοβαρό πολιτικό έπειτα από ένα τέτοιας εμβέλειας σκάνδαλο. «Εκλεισε ένα κεφάλαιο στη ζωή μου» δήλωσε αμέσως μετά την υποβολή της παραίτησής του, ξεκαθαρίζοντας παράλληλα πως ούτε θα διεκδικήσει νέα εντολή από τον πρόεδρο της δημοκρατίας – και πολιτικό του αντίπαλο – Μαρσέλο Ρέμπελο ντε Σόουζα, ούτε θα είναι επικεφαλής του κόμματός του στις πρόωρες εκλογές που προκηρύχθηκαν για τις 10 Μαρτίου 2024.
Οι κακές γλώσσες, ωστόσο, θεωρούν ότι οι παραπάνω ανακοινώσεις έγιναν εκ του ασφαλούς, καθώς θεωρούν πως ο Κόστα – εφόσον αποδειχθεί η αθωότητά του, στην οποία… ορκίστηκε – έχει ήδη κλειδώσει το επόμενο βήμα στην πολιτική του σταδιοδρομία: την προεδρία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, στη θέση του Σαρλ Μισέλ, καθώς η θέση αναμένεται να καταλήξει στην ομάδα των Σοσιαλιστών μετά τις ευρωεκλογές του ερχόμενου Ιουνίου.
Το σίγουρο, σε κάθε περίπτωση, είναι πως ο 62χρονος Κόστα, ο πατέρας του οποίου γεννήθηκε στην πρώην πορτογαλική αποικία της Μοζαμβίκης, κινδυνεύει να υποστεί το πρώτο του σημαντικό πολιτικό στραπάτσο, σε μια πορεία η οποία μέχρι σήμερα έχει σφραγιστεί από αλλεπάλληλες επιτυχίες. Αλλωστε, μια ματιά στα πεπραγμένα του αποδεικνύει ότι από τα μέσα της δεκαετίας του ’90, όταν απέκτησε τον πρώτο του ρόλο ως υπουργός στην κυβέρνηση του τότε πρωθυπουργού και νυν γενικού γραμματέα του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες (την περίοδο 1997 – 2002), δείχνει ότι τίποτα δεν είχε σταθεί ικανό να τον σταματήσει μέχρι σήμερα.
Αμέσως μετά, βρέθηκε να ηγείται του ψηφοδελτίου των Σοσιαλιστών στις ευρωεκλογές του 2004, όμως η θητεία του στις Βρυξέλλες και το Στρασβούργο δεν διήρκεσε παρά έναν χρόνο, καθώς το 2005 παραιτήθηκε για να γίνει εκ νέου υπουργός στην κυβέρνηση του Ζοζέ Σόκρατες. Δύο χρόνια αργότερα, το 2007, όντας ήδη ένας από τους ανερχόμενους αστέρες του κόμματος, έθεσε υποψηφιότητα για τη δημαρχία της Λισαβόνας, θέση την οποία κράτησε για μία οκταετία, έχοντας επανεκλεγεί άλλες δύο φορές – το 2009 και το 2013. Τότε, όμως, εκτίμησε πως ήταν πολιτικά ώριμος για να στοχεύσει ακόμη πιο ψηλά, στην πρωθυπουργία.
Πράγματι, στις εκλογές που έγιναν τον Οκτώβριο του 2015, ο Κόστα πέτυχε τον στόχο του, έστω κι αν οι Σοσιαλιστές αναδείχθηκαν δεύτερη δύναμη πίσω από τους δεξιούς Σοσιαλδημοκράτες, με ποσοστό 32,3% έναντι 38,6%. Την τετραετία που ακολούθησε, επιχείρησε να κάνει τους Πορτογάλους να ξεχάσουν την επώδυνη περίοδο των μνημονίων, ακολουθώντας ένα μείγμα πολιτικής, η οποία κινούνταν στο όριο ανάμεσα στη δημοσιονομική πειθαρχία που απαιτούσε η ΕΕ και την ενίσχυση των δημόσιων επενδύσεων και των κοινωνικών παροχών που είχε ανάγκη η πλειοψηφία του λαού. Η επίδοση δε που κατέγραψε με το τέλος της πρώτης τετραετίας του, το 2019, έδειξε ότι είχε πετύχει σε μεγάλο βαθμό τον στόχο του, καθώς το PS αναδείχθηκε πρώτο με 36,3%.
Μη διαθέτοντας, όμως, την αναγκαία πλειοψηφία στη βουλή, ο Κόστα συνέχισε να στηρίζεται από δύο ακροαριστερά, για τα δεδομένα της Ευρώπης, κόμματα: το Αριστερό Μπλοκ και ένα σχήμα του οποίου ηγούνταν το ΚΚ Πορτογαλίας. Με το τέλος, όμως, της πανδημίας της Covid-19, φάνηκε πως αυτή η συμμαχία δεν είχε μέλλον. Ετσι, ο Κόστα, ο οποίος είχε ήδη αποδείξει πως ήθελε να έχει πάντα την πρωτοβουλία των κινήσεων, πήρε το ρίσκο να τη διαλύσει και να οδηγήσει τη χώρα στις κάλπες, με το αποτέλεσμα να τον δικαιώνει και πάλι.
Ηταν, άραγε, αυτή η τελευταία φορά που έλαμψε τόσο πολύ το άστρο του και τώρα έχει θολώσει από την καταχνιά των ορυχείων του λιθίου; Ή μήπως κρατά κι άλλους άσους στο μανίκι; Κοντός ψαλμός…