Υπάρχει κάτι βαθιά προσωπικό στο θεατρικό έργο του Αμερικανού Τζεφ Μπάρον (Jeff Baron, 1952), κάτι που ακόμα κι αν δεν φαίνεται, γίνεται αντιληπτό. Η ευαισθησία και η αγάπη του για τις αδύναμες πτυχές των ανθρώπων – και του εαυτού του, αλλά και ο τρόπος που το διαχειρίζεται.
Μυθιστοριογράφος και σεναριογράφος, ο Μπάρον στράφηκε στο θέατρο χωρίς να ξέρει τους κανόνες και τον τρόπο που γράφεται ένα έργο για να ανέβει στη σκηνή. Ηξερε όμως τι ήθελε να πει. Γι’ αυτό και το «Κάθε Πέμπτη, κύριε Γκριν» («Visiting Mr Green», 1996), που είναι το πρώτο του, άγγιξε πολύ σύντομα ένα παγκόσμιο κοινό. Η πρώτη ανάγνωση από τον Ελάις Ουάλας ήταν η αρχή μιας πορείας που εξαπλώθηκε από τη Χιλή ως την Ιαπωνία, συμπεριλαμβανομένης της Ευρώπης. Στην Ελλάδα το έργο πρωτοανέβηκε από τον Γιώργο Μιχαλακόπουλο και τον Γεράσιμο Σκιαδαρέση, κερδίζοντας και το αθηναϊκό κοινό – ακολούθησαν κι άλλες παραγωγές.
Ενας ηλικιωμένος άνδρας ζει μόνος σε ένα διαμέρισμα στη Νέα Υόρκη μετά τον θάνατο της γυναίκας του, μακριά από τη ζωή και τις χαρές της. Βιώνει μια αφόρητη καθημερινότητα ως τη στιγμή που εισβάλλει στο σπίτι του ένας νεαρός κοινωνικός λειτουργός, με την υποχρέωση να τον επισκέπτεται κάθε εβδομάδα και να τον φροντίζει. Από την πρώτη τους συνάντηση είναι φανερό ότι τους χωρίζει μια άβυσσος. Η πορεία όμως του έργου, βήμα-βήμα, θα οδηγήσει αυτούς τους δύο (φαινομενικά) τόσο διαφορετικούς ανθρώπους σε μια σύγκλιση. Δεν είναι ότι θα έρθουν τελικά κοντά, αλλά κυρίως ότι ο καθένας θα ξεπεράσει τα δικά του σκοτάδια, τις εμμονές και τον φόβο της διαφορετικότητάς του. Γιατί τόσο ο νεαρός Ρος Γκάρντινερ όσο και ο ηλικιωμένος κύριος Γκριν κουβαλάνε τα μυστικά τους. Οταν καταφέρουν να αποκαλύψουν τις αλήθειες τους, η ζωή θα τους χαρίσει λίγο φως.
Ο Κώστας Γάκης που ανέλαβε τη σκηνοθεσία αλλά και τη μουσική σύνθεση της παράστασης υπογράφει σε συνεργασία με τον ίδιο τον συγγραφέα τη μετάφραση. Το κείμενο, άμεσο, καθαρό, αληθινό, ανθρώπινο, διαχειρίζεται τη θεματολογία με σύγχρονο, σημερινό τρόπο. Μοναξιά, οικογένεια και σχέσεις, διαφορετικότητα –φύλου και θρησκείας, φανατισμός. Κι όλα αυτά με μια τρυφερότητα, μια συγκίνηση, μια διάθεση ειλικρίνειας, που ωστόσο δεν συνορεύει με μελό.
Στο «Κάθε Πέμπτη, κύριε Γκριν» η σχέση των δύο ηρώων δεν μπορεί να μη βρίσκει την αντιστοιχία της στη σχέση των δύο ηθοποιών που ερμηνεύουν τους ρόλους. Κι εδώ το σκηνικό «πάντρεμα» του Γιώργου Κωνσταντίνου με τον Αποστόλη Τότσικα αποδεικνύεται εξαιρετικά γόνιμο.
Οι δύο πρωταγωνιστές
Ο έμπειρος Κωνσταντίνου είναι από την αρχή της παράστασης αυτός ο περίεργος και παράξενος κύριος Γκριν που δεν επιτρέπει σε τίποτα και σε κανέναν να διαταράξει το σύμπαν του. Ενα σύμπαν σιωπής, μοναξιάς, εσωτερικού, σιωπηλού πένθους. Μόνος του, δεν χρειάζεται να δώσει απαντήσεις στα οικογενειακά θέματα που τον βασανίζουν. Δεν υπάρχει κανείς εκεί για να θέσει τα ερωτήματα. Με βήματα αργά, μετρημένα, γήινα, ο 89χρονος ηθοποιός αφήνει να διαφανούν, τελικά, όλα όσα τον πληγώνουν. Το κλειδί κρατούσε, εν αγνοία του, ο νεαρός Ρος Γκάντινερ.
Ο Αποστόλης Τότσικας ενσωματώνει τον ήρωά του σε κάθε πτυχή της εξέλιξής του. Η πορεία που θα τον οδηγήσει τελικά στη δική του δικαίωση περνά μέσα από τη λύτρωση του Γκριν. Αποδίδει τον Ρος με μια υποκριτική παλέτα που ξεκινά από την πολυχρωμία και αφού περάσει από τις σκούρες περιοχές επιστρέφει στο φως.
Οι δυο τους συνθέτουν ένα δυνατό απολαυστικό δίδυμο σκηνικής συνύπαρξης, από όπου δεν λείπουν τα δυνατά συναισθήματα. Κι όπως οι ήρωες του Τζεφ Μπάρον, οδηγούνται στη σύγκλιση και ανθρώπινα και θεατρικά.