Το ενδιαφέρον της κυβέρνησης για τους ευρωπαϊκούς θεσμούς είναι υποκριτικό. Το λέει η κ. Θεοδώρα Τζάκρη αυτό και εμείς έχουμε την υποχρέωση να το προσέξουμε, λόγω του φυσικού κύρους της καταγγέλλουσας. Οπως εξηγεί η ίδια, σε δήλωσή της σχετικά με τις δύο Προανακριτικές που ζητεί ο ΣΥΡΙΖΑ για τα Τέμπη, η κυβέρνηση «θέλησε να πνίξει» το πόρισμα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελικής Αρχής για το δυστύχημα, το οποίο εντοπίζει ως πρόσωπα ενδιαφέροντος τον Κώστα (Αχ!) Καραμανλή και τον Χρήστο (Αχ-Βαχ) Σπίρτζη. Η κ. Τζάκρη υποστηρίζει ότι το πόρισμα παραδόθηκε στη Βουλή στις 10 Ιουλίου 2023 και, επειδή εκείνη το αντελήφθη χθες ή προχθές, θεωρεί ότι η κυβέρνηση το έκρυβε.
Κατ’ αρχάς, η κυβέρνηση δεν έχει άμεση σχέση. Το πόρισμα εστάλη στη Βουλή τη συγκεκριμένη ημερομηνία που αναφέρει η κ. Τζάκρη. Εννέα ημέρες αργότερα, στις 19 Ιουλίου, η υποχρέωση της δημοσιότητας τηρήθηκε και το Προεδρείο ανακοίνωσε στο Σώμα την παραλαβή του πορίσματος, καθώς επίσης ότι αφορά τους δύο προαναφερθέντες υπουργούς Μεταφορών. Αν η μομφή αφορούσε τις εννέα ημέρες καθυστέρησης, ίσως είχε νόημα. Υπό την προϋπόθεση, ασφαλώς, ότι η καταγγελία θα γινόταν την ίδια ώρα, διότι δεν μπορείς να βγαίνεις για να καταγγείλεις μια καθυστέρηση λίγων ημερών, αλλά να το κάνεις με καθυστέρηση τεσσάρων μηνών. Ομως, όταν έγινε η ανακοίνωση, δεν είχε κλείσει ακόμη μήνας από τη δεύτερη ήττα του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του Ιουνίου και, προφανώς, δεν είχαν μυαλό για πορίσματα. Μπορεί να μην το αντελήφθησαν καν, λόγω του δικού τους τραύματος και είναι λογικό, διότι η υπόθεση των Τεμπών αφορά στην καλύτερη περίπτωση όσους χρησιμοποιούν το τρένο στην Ελλάδα, ενώ η υπόθεση του σοσιαλισμού αφορά την Ανθρωπότητα στο σύνολό της και, συνεπώς, υπερτερεί σε σπουδαιότητα.
Η υποκρισία, επομένως, δεν είναι καμίας κυβέρνησης, ανήκει εξ ολοκλήρου στον ΣΥΡΙΖΑ, που κατηγορεί τους άλλους για τη δική του ολιγωρία και ανευθυνότητα. Το επιβεβαιώνει το γεγονός ότι, στην επίμαχη δήλωσή της, η κ. Τζάκρη αναφέρει μόνο το όνομα του πρώην υπουργού της ΝΔ και παραλείπει τον Χρ. Σπίρτζη, μολονότι αναφέρεται και αυτός στο πόρισμα. Επιλεκτική μεταχείριση εκ μέρους της κ. Τζάκρη, οφειλόμενη ίσως στο ότι με τον σύντροφο Σπίρτζη τούς συνδέουν όχι μόνο τα χρόνια στον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και προηγουμένως στο ΠΑΣΟΚ, από το οποίο ξεκίνησαν αμφότεροι. Καλύτερα έτσι όμως, διότι επιβεβαιώνεται η μεροληψία και η υποκρισία της κυρίας. Κανείς, λοιπόν, δεν πήγε να κρύψει το πόρισμα. Μόνο η κ. Τζάκρη πήγε να κρύψει την αβελτηρία του κόμματός της.
Η πραγματικότητα πίσω από τα ψέματα είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ξύπνησε όταν είδε το ΚΚΕ να ζητεί Εξεταστική και την κυβέρνηση να αποδέχεται το αίτημα. Τότε θυμήθηκαν ή πληροφορήθηκαν το πόρισμα και αντέδρασαν πλειοδοτώντας: Εξεταστική εσείς; Προανακριτική εμείς! Και μάλιστα όχι μία, αλλά δύο. (Γιατί όχι και τρεις, θα έλεγα εγώ…)
Η κ. Τζάκρη είχε υποσχεθεί Blitzkrieg κατά του Μητσοτάκη και διαμαρτυρόταν επειδή οι διαφωνούντες στο κόμμα, με όλο τον σαματά που είχαν ξεσηκώσει κατά του προέδρου, δεν την άφηναν να εξαπολύσει τις τεθωρακισμένες μεραρχίες της εναντίον της κυβέρνησης. Πολύ καλά έκαναν όμως και αυτό αποδεικνύεται εκ του θλιβερού αποτελέσματος του Blitzkrieg. Την προστάτευαν, στην πραγματικότητα, για να μην εκτεθεί όπως εξετέθη. Το έκαναν βέβαια ακουσίως, αλλά αυτό που της προσέφεραν ήταν υπηρεσία…
Η ΚΛΩΤΣΑ
Εχω τη σοβαρή υποψία ότι, παρά τα αναρίθμητα χαρίσματά του, ο πρόεδρος Στέφανος Κασσελάκης πρέπει να έχει ένα πρόβλημα επικοινωνίας σε προσωπικό επίπεδο. Τηλεφώνησε στην κ. Θεοπίστη (Πέτη) Πέρκα, μάθαμε από την ίδια, όταν εκείνη ανακοίνωσε την απόφασή της να φύγει από τον ΣΥΡΙΖΑ. Η εντύπωση που της άφησε η συνδιάλεξη ήταν ότι ο πρόεδρος είχε κάπως μετανιώσει και προσπαθούσε να αποτρέψει την αποχώρηση.
Εντούτοις, τη Δευτέρα το πρωί, έβαλε τον Σωκράτη Φάμελλο να στείλει επιστολή διαγραφής και της κ. Πέρκα και του αγαπημένου Γιούκλιντ, για να τους προλάβει προτού οι ίδιοι αποχωρήσουν οικειοθελώς. Δηλαδή, την ώρα που εκείνοι φεύγουν μόνοι τους, εκείνος στέλνει τον δικό του να τους τραβήξει και μια κλωτσά. (Προσοχή, όχι κλωτσιά. Είναι άλλο πράγμα η κλωτσά, χειρότερο…) Εκτός από περιττό, δεν είναι και κάπως φτηνό; Και, τέλος πάντων, σε καμία περίπτωση δεν αποδεικνύει τη δυνατότητα του προέδρου να διαγράψει, αν ήταν αυτό που ήθελε να δείξει με την επιστολή διαγραφής.