Στη μελέτη του Οδυσσέα Ελύτη «Η μαγεία του Παπαδιαμάντη» (εκδ. Υψιλον), ο νομπελίστας ποιητής μας γράφει: «Μια μέρα, το παρελθόν θα μας αιφνιδιάσει με τη δύναμη της επικαιρότητάς του. Δεν θα ‘χει αλλάξει εκείνο αλλά το μυαλό μας». Αυτή ακριβώς η φράση, πριν ακόμη και από τους τίτλους αρχής, «πέφτει» στην οθόνη στην προβολή της «Φόνισσας». Της ταινίας της Εύας Νάθενα (πρώτη της σκηνοθετική δουλειά) που κέρδισε το βραβείο καλλιτεχνικής επίτευξης στο τμήμα Meet the Neighbors+ και άλλα πέντε βραβεία στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Και καθώς ξεδιπλώνονται οι σκηνές και αναδύεται το σύμπαν του «άγιου Σκιαθίτη» και «της Φραγκογιαννούς τα πάθη» συνειδητοποιείς πόσο δίκιο είχε ο Ελύτης.
Κανένα σύγχρονο κίνημα, καμία διαμαρτυρία, καμία κινητοποίηση, κανένα ψήφισμα, καμία διαδήλωση, κανένα σύνθημα δεν έχει καταδείξει τόσο άμεσα, τόσο καταλυτικά και τόσο ουσιαστικά την υποτίμηση των γυναικών. Στην εποχή της έξαρσης του Μetoo, έρχεται το πριν από 120 χρόνια γραμμένο μυθιστόρημα του Παπαδιαμάντη και φωτίζει, χωρίς μεγαλοστομίες και χωρίς εξάρσεις, αλλά μόνο με τη δύναμη της λιτότητας στην έκφραση και της οικονομίας στον λόγο, το βάθος μιας αλήθειας, τον πυρήνα της. Και βλέποντας σήμερα την ταινία ή διαβάζοντας το βιβλίο, συνειδητοποιείς ότι όσο και αν το «φρούτο» έχει αλλάξει θεαματικά στην εποχή μας, το «κουκούτσι» του παραμένει το ίδιο.
Γι’ αυτήν καθαυτή την ταινία έχουν ήδη μιλήσει οι αρμόδιοι και ο δικός μας Γιάννης Ζουμπουλάκης. Να περιοριστώ να πω ότι η εικόνα της είναι τόσο δυνατή που μοιάζει να «μιλάει» σε αυτό το μοναδικό γλωσσικό ιδίωμα του συγγραφέα. Οι ηθοποιοί, γνωστοί και εξαιρετικοί, «διηγούνται» με ένα βλέμμα, ακόμη και σε «περάσματα» λίγων δευτερολέπτων, τα ανείπωτα. Η δε Καρυοφυλλιά Καραμπέτη έχει περάσει πλέον σε μια πολύ μικρή, διεθνώς, κατηγορία ηθοποιών που, από ένα σημείο και μετά, η κάθε της ερμηνεία είναι καλύτερη από την προηγούμενη.
Η ταινία, επί της ουσίας, είναι μια παπαδιαμαντική ματιά στον κόσμο των γυναικών που μάλιστα, λόγω εικόνας, είναι αδιαμεσολάβητη. Στο απομονωμένο χωριό των αρχών του 20ού αιώνα, μόνο το πρώτο κορίτσι της οικογένειας δικαιούτο προίκα. Τα επόμενα, καταδικασμένα στην «απροικία», ή έμεναν εφ’ όρου ζωής στο σπίτι υπηρετώντας τους γονείς τους ή κατέφευγαν σε μοναστήρια – γι’ αυτό και ο μοναχισμός είχε μεγάλη έξαρση εκείνη την εποχή. Ενώ, παντρεμένα και ανύπαντρα, υπέμεναν στωικά τη βία των αντρών. Σαν αναπόσπαστο στοιχείο της μοίρας του.
«Αυτός ήταν καλός, δεν την βάραγε πολύ» ακούγεται σε κάποιο σημείο. Η Φραγκογιαννού, «κυνηγημένη» και στοιχειωμένη από τη μάνα της, «σταυρωμένη» ανάμεσα στη θεϊκή και την ανθρώπινη δικαιοσύνη, συμμαχεί με την πρώτη για να αποκαταστήσει τη δεύτερη. Εστω και εγκληματώντας. Πνίγει τα θηλυκά «λεχούδια» και τα μικρά κορίτσια για να τα απελευθερώσει από τη μοίρα τους. Να «τα κάνει πουλιά, να πετάξουν στον ουρανό». Μια γυναίκα που συνειδητοποίησε, από τότε που την πάντρεψαν, πως δεν μπορούσε ούτε εκείνη να ξεφύγει από τη δική της μοίρα. Και καταδύθηκε στα πιο σκοτεινά της βάθη.
Ματιές
Στη «Φόνισσα» οι γυναίκες μιλούν ελάχιστα. Σχεδόν καθόλου. Συνεννοούνται μεταξύ τους με ματιές. Κρυφές, κλεμμένες από την προσοχή των αντρών τους, που τις κρατάνε από το μπράτσο, σαν αντικείμενο που τους ανήκει. Και αναγνωρίζονται από τα σημάδια. Μελανιές, πληγές, μώλωπες σε χέρια, λαιμό, πρόσωπο. Ακόμη και στα κορμάκια των μικρών κοριτσιών. Σαν οδυνηρές σφραγίδες της γυναικείας φύσης τους. Που δεν προσπαθούν καν να τις κρύψουν αφού, κατά κάποιον τρόπο, τις θεωρούν κάτι φυσικό.
Βλέποντας τη «Φόνισσα» το 2023 διαπιστώνεις πόσα έχουν αλλάξει από την εποχή του Παπαδιαμάντη. Αλλά και πόσα έχουν μείνει ίδια και απαράλλαχτα. Ας πούμε ότι οι γυναίκες της εποχής μας φροντίζουν να κρύβουν τα σημάδια της κακοποίησης αλλά εξακολουθούν να την υπομένουν. Θεωρώ δε ότι είναι μια ταινία για γυναίκες που θα πρέπει να δουν οπωσδήποτε οι άνδρες.
ΥΓ.: Βγαίνοντας από το Παλλάς στην avant premiere της «Φόνισσας», συνειδητοποίησα ότι η σημαντικότερη επανάσταση του 20ού αιώνα ήταν η σεξουαλική.