«Μπορείτε να πάτε πολύ μακριά με ένα χαμόγελο. Μπορείτε να πάτε πολύ πιο μακριά με ένα χαμόγελο και ένα όπλο».
Τα λόγια αυτά ανήκουν στον Αλ Καπόνε, τον αληθινό «Σημαδεμένο», που παρελαύνει στο νέο ντοκιμαντέρ του Netflix για την άνοδο και την πτώση των διασημότερων μαφιόζων όλων των εποχών.
Στον πρώτο κύκλο της σειράς 6 επεισοδίων παρουσιάζονται εκτός από την ιστορία του Ιταλοαμερικανού γκάνγκστερ και λαθρέμπορου οινοπνευματωδών ποτών, το επιχειρηματικό σχέδιο του Φρανκ Λούκας, η αιματηρή πορεία του Σαλβατόρε «Τότο» Ρίινα στις τάξεις της σικελικής μαφίας, το μάθημα που πήρε με άγριο τρόπο ο τελευταίος νονός Τζον Γκότι, τις τεχνικές αποφυγής της σύλληψης από τις αρχές του Γουίτι Μπέλγκερ και τους τρόπους κατάκτησης της κορυφής που μόνο ο Πάμπλο Εσκομπάρ κατάφερε ενώ οι περισσότεροι έμειναν να ονειρεύονται από χαμηλά. Οι τρεις πιο διάσημοι των διασημότερων είναι οι ακόλουθοι:
Δημόσιος εχθρός νούμερο 1
Ο Αλ Καπόνε γεννήθηκε από ιταλική οικογένεια στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης το 1899. Εγκατέλειψε το σχολείο στα 14 του χρόνια, αφού χτύπησε έναν δάσκαλο και στη συνέχεια εντάχθηκε σε δύο «παιδικές συμμορίες» που ήταν γνωστές για βανδαλισμούς και μικροεγκλήματα.
Κυριάρχησε στο οργανωμένο έγκλημα στο Σικάγο από το 1925 έως το 1931 και θεωρείτο ο πιο διαβόητος γκάνγκστερ στις ΗΠΑ. Σύμφωνα με το FBI, τζόγος, πορνεία, λαθρεμπόριο, δωροδοκία, διακίνηση ναρκωτικών, ληστείες, εκβιασμοί «προστασίας» και δολοφονίες έγραψαν τους σημαντικότερους σταθμούς της δράσης του που δεν μπόρεσαν να ανακόψουν με ευκολία οι διωκτικές αρχές. Εξάλλου, οι περισσότεροι αστυνομικοί και πολιτικοί στη μισθοδοσία του.
Η σφαγή του Αγίου Βαλεντίνου ήταν μια από τις πιο γνωστές πράξεις βίας του Καπόνε. Ο μακροχρόνιος αντίπαλος του «Μπαγκς» Μοράν είχε προσπαθήσει να τον δολοφονήσει μαζί με τον εκβιαστή Τζόνι Τόριο στο παρελθόν και τώρα κυνηγούσε τον κορυφαίο εκτελεστή του Καπόνε, τον «Machine Gun», Ταζκ ΜακΓκαν, γράφει η Sun.
Με αυτή τη γνώση, ο Καπόνε και ο Τόριο αποφάσισαν να σκοτώσουν τον Μοράν. Στις 14 Φεβρουαρίου του 1929, παριστάνοντας τους αστυνομικούς, οι πιστολέρο του ΜακΓκαν δολοφόνησαν εν ψυχρώ επτά από τους άνδρες του Μοράν σε ένα γκαράζ στο North Side. Εκείνος κατάφερε να γλιτώσει από τη σφαγή και παρότι ο Καπόνε παρέμεινε καθ’ όλη τη διάρκεια της στο σπίτι του στο Μαϊάμι, το κοινό και τα μέσα ενημέρωσης έριξαν αμέσως πάνω του την ευθύνη.
Η κυβέρνηση έκανε ό,τι μπορούσε για να τον βάλει φυλακή, και τον οδήγησε στο δικαστήριο για φοροδιαφυγή εισοδήματος, οπότε οι ένορκοι τον έκριναν ένοχο και ο Καπόνε οδηγήθηκε στη φυλακή για 11 χρόνια. Μεταφέρθηκε στο Αλκατράζ το 1934, όπου η σύφιλη που είχε πάθει ως νεαρός άνδρας μετατράπηκε σε νευροσύφιλη με αποτέλεσμα να του προκληθεί άνοια. Έμεινε εξίμισι χρόνια στη φυλακή και πέθανε από καρδιακή ανακοπή στο σπίτι του στο Μαϊάμι στις 25 Ιανουαρίου 1947, σε ηλικία 48 ετών.
Ο βασιλιάς της κοκαΐνης
Ο Πάμπλο Εσκομπάρ γεννήθηκε στο Ριονέγκρο της Κολομβίας το 1949, ένας ταπεινός τοπικός εγκληματίας που κατάφερε να γίνει ο επικεφαλής του καρτέλ του Μεντεγίν. Το δίχως άλλο αποτέλεσε τον ισχυρότερο έμπορο ναρκωτικών στον κόσμο τη δεκαετία του 1980 και των αρχών της δεκαετίας του ’90. Ακριβώς όπως ο Καπόνε και ο Εσκομπάρ ξεκίνησε το έγκλημα σε νεαρή ηλικία. Ως έφηβος, πουλούσε πλαστά διπλώματα, έκανε λαθρεμπόριο στερεοφωνικού εξοπλισμού και έκλεβε και μεταπωλούσε ταφόπλακες.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1970, βοήθησε στη δημιουργία μιας εγκληματικής οργάνωσης που αργότερα θα γινόταν το τρομερό και φοβερό καρτέλ του Μεντεγίν, που επικεντρώθηκε στην παραγωγή, μεταφορά και πώληση κοκαΐνης. Ήταν γνωστός ως ένας πραγματικά αδίστακτος άνθρωπος, ο οποίος χειριζόταν τα προβλήματά του με «planta o plomo», δηλαδή χρήμα ή σφαίρες.
Ο Εσκομπάρ ήταν υπεύθυνος για τη δολοφονία χιλιάδων ανθρώπων, μεταξύ των οποίων αρκετοί πολιτικοί και δημόσιοι υπάλληλοι, δημοσιογράφοι, αλλά και απλοί πολίτες. Ο πιο στυγνός εγκληματίας όλων των εποχών όμως υπήρξε μια αντιφατική προσωπικότητα, στα όρια του μεταφυσικού.
Πέραν του ότι μοίραζε αφειδώς χρήματα στους φτωχούς πολίτες της ιδιαίτερης πατρίδας του, προσέγγισε με εντυπωσιακό -για τη σκληρότητα του- τρόπο το πρότυπο του οικογενειάρχη. Έως το τέλος της ζωής του παρέμεινε αταλάντευτα μια στοργική πατρική και συζυγική φιγούρα, διατηρώντας παθολογική σχέση με την οικογένειά του.
Αυτή ήταν τελικά και η αχίλλειος πτέρνα του, αφού η προσπάθεια του να επικοινωνήσει μαζί τους, όταν η αμερικανική κυβέρνηση μπλόκαρε τη μεταφορά τους στις ΗΠΑ είχε ως αποτέλεσμα τον εντοπισμό του και τον θανάσιμο πυροβολισμό του μια ημέρα μετά τα 44α γενέθλια του.
Το κτήνος
Το αφεντικό της σικελικής μαφίας, ο Σαλβατόρε «Τότο» Ριίνα εντάχθηκε στις τάξεις της μαφίας στα 19 του χρόνια, αφού πρώτα του ζήτησε ο πατέρα του να δολοφονήσει έναν άνθρωπο. Πήγε στη φυλακή για ανθρωποκτονία και επέστρεψε στην πατρίδα του έτοιμος να αναλάβει δράση. Ανέβηκε γρήγορα στην ιεραρχία και ανέλαβε την ηγεσία της φατρίας των Κορλεονέζων τη δεκαετία του 1970.
Αδιαμφισβήτητος αρχηγός της ιταλικής μαφίας από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 έως τις αρχές της δεκαετίας του ’90, ο Ριίνα πιστεύεται ότι είχε δεσμούς με την πολιτική ηγεσία στη Σικελία, χωρίς ωστόσο να αποδειχθεί ποτέ η σχέση του με τον πρώην πρωθυπουργό Τζούλιο Αντρεότι, για τον οποίο υπάρχει μαρτυρία ότι του είχε δώσει «το φιλί της τιμής».
Επικεφαλής των Κορλεονέζων, δεν τα έβαλε μόνο με τις άλλες οικογένειες αλλά και με το κράτος: αστυνομικούς, εισαγγελείς και δικαστές. Το 1982 διέταξε τη δολοφονία του στρατηγού Κάρλο Αλμπέρτο Νταλά Κιέζα, ο οποίος έπειτα από τις επιτυχίες του εναντίον των Ερυθρών Ταξιαρχιών εστάλη στη Σικελία για να αντιμετωπίσει τη Μαφία. Τον δολοφόνησαν μόλις έξι μήνες μετά την άφιξή του στο Παλέρμο με τη σύζυγό του.
Επίσης διέταξε την δολοφονία του αδιάφθορου εισαγγελέα Τζοβάνι Φαλκόνε, στις 23 Μαΐου του 1992 ο οποίος είχε καταφέρει συντριπτικά χτυπήματα στην Σικελική Μαφία. Το αυτοκίνητο του Φαλκόνε και τα δύο συνοδευτικά οχήματα με τη ασφάλειά του ανατινάχθηκαν με εκατοντάδες κιλά εκρηκτικών, στην διαδρομή από το αεροδρόμιο στην πόλη του Παλέρμο. Μαζί με τον εισαγγελέα σκοτώθηκαν η γυναίκα του και οι τρεις σωματοφύλακές του.
Συνελήφθη τον Ιανουάριο του 1993 στο κέντρο του Παλέρμο στο τιμόνι ενός γρήγορου αυτοκινήτου, ενώ είχε σταματήσει σε κόκκινο φανάρι. Ήταν άοπλος και φορούσε ένα παλιό παλτό. Προσπάθησε να αποφύγει τη σύλληψη λέγοντας: «Πιάνετε λάθος άνθρωπο». Η φράση που ακούστηκε στη δίκη του «είναι ικανός να δίνει εντολές με τα μάτια, ακόμα και στα γεράματά του», υπήρξε χαρακτηριστική της δράσης του. Πέθανε το 2017 στο πανεπιστημιακό νοσοκομείο της Πάρμα.