«Ο 17χρονος έβαλε μπροστά στην κάννη του όπλου το χέρι του και έσπρωξε το όπλο με αποτέλεμα αυτό να εκπυρσοκροτήσει χωρίς εγώ ποτέ να πατήσω τη σκανδάλη». Αυτό υποστήριξε, εν ολίγοις, ο αστυνομικός στην απολογία του σήμερα στην ανακρίτρια, ο οποίος έφτασε στο Δικαστικό Μέγαρο Θήβας στις 9 η ώρα συνοδεία ισχυρών αστυνομικών δυνάμεων.
Στο απολογητικό του υπόμνημα ο αστυνομικός περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια τι έγινε το μοιραίο βράδυ από τη στιγμή που ακινητοποιήθηκε η μαύρη BMW στο Λιοντάρι Βοιωτίας.
Σε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα του υπομνήματος ο αστυνομικός, που ισχυρίζεται ότι πρέπει να αφεθεί ελεύθερος, λέει:
«Αφού άνοιξα την πόρτα του οδηγού και έχοντας λάβει προφυλάξεις, ούτως ώστε το σώμα μου να βρίσκεται εκτός του ανοίγματος της πόρτας του οδηγού και συγκεκριμένα στο σημείο όπου χωρίζονται η πίσω από την μπροστινή πόρτα και κρατώντας στο δεξί μου χέρι το υπηρεσιακό μου όπλο επανειλημμένα φώναζα: «Αστυνομία, Κατέβα κάτω». Με το αριστερό μου χέρι άρπαξα τον αείμνηστο από τον δεξιό ώμο σκύβοντας μέσα στο αυτοκίνητο, αφού αντιστεκόταν και αρνιόταν να εξέλθει του αυτοκινήτου».
Και συνεχίζει: «Σε αυτό το σημείο ο αείμνηστος είχε πλέον με το πάνω μέρος του σώματός του στραφεί σε μία θέση με κλίση αριστερά εμπρός – σκύψιμο και ενώ το δεξί μου χέρι, που κρατούσε το όπλο, βρισκόταν πολύ κοντά σε απόσταση περίπου 50-60 εκατοστών από το σώμα του αείμνηστου, μέσα στο αυτοκίνητο, ενώ συγχρόνως συνέχισα να τον τραβώ από τον ώμο για να τον βγάλω έξω, σε εκείνο το χρονικό σημείο που το σώμα του κινούμενο πλησίασε το δεξί μου χέρι, εκείνος πιθανότατα από φόβο, λόγω του ότι το όπλο ήταν πολύ κοντά του, έκανε κίνηση με το εξωτερικό μέρος της παλάμης του και φέροντας το χέρι του μπροστά στην κάννη, απώθησε με βίαιο τρόπο το όπλο μου, με αποτέλεσμα αυτό να εκπυρσοκρότησει, γιατί αυτή η εκκίνηση προκάλεσε την ενεργοποίηση της σκανδάλης χωρίς εγώ πότε να την πατήσω».