Αυτός που δεν μιλάει παρατηρεί: ο ΣΥΡΙΖΑ μπήκε σε διαδικασία αλλαγής ηγεσίας με μοναδικό δεδομένο την εκκωφαντική σιωπή του μόνου ανθρώπου που θα μπορούσε να υποδείξει τον διάδοχό του. Επισήμως, ήταν μια διαδικασία πολιτικής ενηλικίωσης. Ανεπισήμως, ήταν τιμωρία – η τοξικότητα που τα προηγούμενα χρόνια μπορούσε να χαλιναγωγηθεί μόνο από τον ίδιο έγινε προεκλογική κανονικότητα. Η υπόνοια του «δεν μπορείτε χωρίς εμένα» επί της ουσίας έκλεινε κάθε συζήτηση για παρέμβαση, ακόμα κι όταν μια εκ των δύο φιναλίστ, που βρισκόταν στο πλάι του στην αποστολή αυτοκτονίας μεταξύ πρώτων και δεύτερων εκλογών το καλοκαίρι, κατηγορήθηκε ως υπονομεύτρια.
Ως παρατηρητής, είδε το ρήγμα που είχε σχηματιστεί στον κομματικό μηχανισμό τα τελευταία χρόνια να βαθαίνει, βγαίνοντας από τις σκιές των οργάνων, των συνεδριάσεων και των κομματικών εκδηλώσεων σε πλήρη δημόσια θέα. Μια φράση, «με εκείνον, για εκείνον» έβαλε το κερασάκι σε ένα φαινόμενο επέλασης που κανείς δεν ήξερε (και ακόμα δεν ξέρει) πού θα καταλήξει.
Αυτός που δεν μιλάει ελπίζει. Oχι απαραίτητα τη διάσωση του κόμματός του στη σημερινή του μορφή, αλλά της υστεροφημίας του. Θα αποκαλούσε ποτέ εκείνος «πέμπτη φάλαγγα» την εσωκομματική του αντιπολίτευση;
Θα άφηνε να αιωρούνται απειλές για δημοψηφίσματα; Θα δεχόταν να έχει μια κοινοβουλευτική ομάδα με δανεικό χρόνο; Η διαφορά από το «πριν» και το «μετά» είναι ξεκάθαρη. Ομως ακόμα πιο ξεκάθαρη είναι η διαδρομή των τελευταίων πενήντα ημερών. «Φταίμε γιατί ακολουθούσαμε τυφλά το θείο βρέφος. Αυτό πληρώνουμε σήμερα» – η φράση ειπώθηκε στην Κεντρική Επιτροπή, το Σάββατο της διάσπασης, και ενδεχομένως να μην υπήρχε ούτε ως σκέψη μια εβδομάδα πριν.
Κι εκείνος, που ήταν απών και δεν την άκουσε, ελπίζει η νοσταλγία των στελεχών του για το κυβερνητικό τους παρελθόν να είναι αρκετή για να μη χάσει την προστιθέμενη αξία της συγκίνησης που προκάλεσε η ξαφνική του παραίτηση ένα καλοκαιρινό μεσημέρι. Ενδεχομένως, ελπίζει και κάτι ακόμα – κάποιος άλλος να κάνει τη δουλειά που (θεωρούσε πως) έπρεπε να γίνει και ο ίδιος δεν άντεξε να κάνει, «καθαρίζοντας» ένα κόμμα που, ακόμα κι αν δεν το ξεστόμισε ποτέ, το θεωρούσε κι εκείνος άρρωστο. Κι ας προσβάλλει την μεγαλύτερη υπέρβασή του, αυτό το υποτιμημένο «μαξιλάρι» που έσωσε την ελληνική οικονομία, γιατί ο άνθρωπος που την έκανε πράξη αποχώρησε.
Αυτός που δεν μιλάει τρώει: δίνει είκοσι ευρώ πουρμπουάρ στην ταβέρνα, δημιουργεί ερωτήματα για τις σχέσεις και τις διαθέσεις του, ως ψίχουλο υπενθύμισης της δυναμικής του. Με στυλ κάζουαλ, όταν έχει πέσει ο ήλιος, τόσο όσο ώστε να γίνει πρώτο θέμα λόγω συγκυρίας. Ενα σήμα για τους νυν και στους φερέλπιδες, για όσους μένουν ή σκέφτονται να φύγουν, πως η επιρροή που ασκούσε τόσο καιρό είναι ακόμα ισχυρή. Τόσο ισχυρή που κατάφερε, σε μια δύσκολη συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής, να περάσει χαλινάρι στον διάδοχό του χωρίς να βγάλει άχνα.
Δεν είναι ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος «τέως» που διαχειρίστηκε τη σιωπή του στο παρασκήνιο. Για όλους τους ομολόγους του, ακόμα και για εκείνους που έριξαν το κόμμα τους στα βράχια, ισχύει κανόνας απαράβατος: για να σε τιμήσουν κάποτε οι υπόλοιποι, πρέπει πρώτα να σε σέβονται οι δικοί σου. Και ο σεβασμός δεν κερδίζεται μόνο στα πρώτα, αλλά και στα στερνά.