Με τον ταχύτερο ρυθμό στην Ευρώπη «τρέχουν» οι τιμές των κατοικιών στην Ελλάδα. Η ραγδαία αύξηση των τιμών στην Ελλάδα έχει προξενήσει μεγάλη εντύπωση και αναστάτωση στο ενδιαφερόμενο κοινό, καθώς το κόστος των ακινήτων υπερβαίνει κατά πολύ το budget του κάθε μέσου ελληνικού νοικοκυριού.
Σύμφωνα με ανάλυση του Bloomberg, η αύξηση των τιμών στα ακίνητα αποτελεί ελληνικό φαινόμενο. Η άνοδος οφείλεται εν μέρει στις επιπτώσεις της κρίσης χρέους της Ελλάδας οι οποίες επηρεάζουν την προσφορά. Στην Αθήνα οι τιμές των ακινήτων αυξήθηκαν κατά 12,2% τον Οκτώβριο, ενώ στο Παρίσι και τη Στοκχόλμη οι τιμές μειώθηκαν.
Το Λονδίνο, το Παρίσι και το Βερολίνο κατέγραψαν πτώση από έτος σε έτος στα τελευταία μηνιαία μεγέθη τους, ωστόσο, το μεγαλύτερο μέρος των αγορών που παρακολουθεί το Bloomberg City Tracker αυξάνεται, με το Μιλάνο, τη Μαδρίτη και τη Στοκχόλμη να σημειώνουν αυξήσεις άνω του 3%.
Οι τιμές της Αθήνας προέρχονται από έναν δείκτη του Spitogatos, τον οποίο το Bloomberg χρησιμοποίησε για να υπολογίσει τις μηνιαίες ζητούμενες τιμές στις πέντε περιοχές της πόλης και στη συνέχεια υπολόγισε τον μέσο όρο αυτών, για να υπολογίσει τις τιμές σε όλη την πόλη.
«Δεν υπάρχουν ακίνητα στην αγορά», δήλωσε ο Λευτέρης Ποταμιάνος, πρόεδρος του Κτηματομεσιτικού Συλλόγου Αθηνών-Αττικής, ο οποίος απέδωσε ακόμη την άνοδο των τιμών, στη ζήτηση που τροφοδοτήθηκε από το πρόγραμμα Golden Visa.
Η Αθήνα έχει γίνει μια από τις πιο περιζήτητες αγορές ακίνητων, με περιοχές «ξεχασμένες» ή υποβαθμισμένες να «ξανανιώσουν» και γίνονται εφάμιλλες των πλούσιων ευρωπαϊκών πόλεων.
Έτσι, περιοχές όπως το Γκάζι έχει μετατραπεί σε περιζήτητη γειτονιά, ενώ στη Γλυφάδα κατασκευάζονται πολυτελή συγκροτήματα που απευθύνονται σε πλούσιους επενδυτές από το εξωτερικό, ιδίως από την Κίνα.
Στο Ελληνικό, η ανάπλαση του παλιού αεροδρομίου θα περιλαμβάνει περίπου 10.000 πολυτελείς παραθαλάσσιες κατοικίες και διαμερίσματα μετά την ολοκλήρωσή το 2026.
Το ράλι στα ακίνητα
Oι τιμές των διαμερισμάτων (σε ονομαστικούς όρους) αυξήθηκαν το β΄ τρίμηνο του 2023 κατά 13,9% σε ετήσια βάση, έναντι αύξησης κατά 11,8% το 2022 επισημαίνεται στην έκθεση χρηματοπιστωτικής σταθερότητας που δημοσίευσε η Τράπεζα της Ελλάδος.
Οι τιμές των νέων διαμερισμάτων (ηλικίας έως 5 ετών) το β΄ τρίμηνο 2023 αυξήθηκαν με μέσο ετήσιο ρυθμό 13,8%, ενώ οι τιμές των παλαιών διαμερισμάτων κατά 14,1%.
Βραχυπρόθεσμα, εκτιμάται ότι το επενδυτικό ενδιαφέρον, κυρίως από το εξωτερικό, θα παραμένει έντονο ειδικά για συγκεκριμένες προνομιακές θέσεις στο λεκανοπέδιο της Αττικής και για περιοχές με τουριστικά χαρακτηριστικά.
Μεσοπρόθεσμα, πρωτοβουλίες σχετικές με τη στήριξη συγκεκριμένων κατηγοριών νοικοκυριών (π.χ. νέοι, ευάλωτες κοινωνικές ομάδες) μέσω του προγράμματος «Σπίτι μου» για την απόκτηση κατοικίας αναμένεται να συμβάλουν στην τόνωση της ζήτησης, ενώ αντίστοιχες πρωτοβουλίες για την ανακαίνιση παλαιών κατοικιών (π.χ. πρόγραμμα «Ανακαινίζω» – «Εξοικονομώ») αναμένεται να συμβάλουν στη βελτίωση του κτιριακού αποθέματος.
Ωστόσο, επισημαίνεται ότι η αγορά οικιστικών ακινήτων σε πολλές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης βρίσκονται ήδη σε πορεία σημαντικής διόρθωσης αναφορικά με τον αριθμό των συναλλαγών, τις τιμές και τις αποδόσεις.
Απέχουν ακόμη από το ιστορικό υψηλό
Επιπροσθέτως, αναφέρεται ότι οι τιμές των κατοικιών στην Ελλάδα απέχουν ακόμη από το ιστορικό υψηλό που είχε καταγραφεί πριν τη δημοσιονομική κρίση.
Με βάση το δείκτη τιμών διαμερισμάτων που καταρτίζει η Τράπεζα της Ελλάδος για το σύνολο της χώρας, η υψηλότερη τιμή του δείκτη παρατηρήθηκε το έτος 2008 (101,7) και στη συνέχεια ακολούθησε σταθερά καθοδική πορεία, για να καταγραφεί η χαμηλότερη τιμή το 2017 (59). Έκτοτε, ο δείκτης τιμών διαμερισμάτων καταγράφει σταθερά ανοδική πορεία, ανερχόμενος σε 90,6 το β΄ τρίμηνο 2023, υπολειπόμενος κατά 11,1% από την υψηλότερη τιμή που έχει λάβει.
Αντίστοιχη είναι και η εξέλιξη του επιπέδου των ενοικίων, με το σχετικό δείκτη να διαμορφώνεται σε 98,5 με βάση τα στοιχεία του γ΄ τριμήνου 2023, έναντι 94,8 το δ΄ τρίμηνο του 2022.
Ο δείκτης ενοικίων, σε αντίθεση με το δείκτη τιμών κατοικιών, παραμένει σημαντικά χαμηλότερα από την υψηλότερη τιμή που έχει λάβει ιστορικά (124,3, γ΄ τρίμηνο 2011).