«Οταν ήμουν εδώ μέσα, ήθελα να αλλάξω τον κόσμο», θυμάται βηματίζοντας αργά στον προαύλιο χώρο του Πολυτεχνείου ο 79χρονος Παναγιώτης Τριανταφύλλου, πενήντα χρόνια μετά τον Νοέμβρη του 1973, τότε που ως φοιτητής της Ανωτάτης Εμπορικής (ΑΣΟΕΕ), έζησε τις ιστορικές στιγμές της τριήμερης εξέγερσης των φοιτητών από κοντά.
Από τα μεγάφωνα ακούγονται τραγούδια της εποχής.
«Μερικά πράγματα στον χώρο έχουν αλλάξει.
Αλλά και τότε έτσι πυκνά καθόμασταν», παρατηρεί περνώντας ανάμεσα από τραπεζάκια με κομματικούς νεολαίους. «Να, από εκεί πήδηξα όταν μπήκε το τανκ», υπολογίζει δείχνοντας στο βάθος μια πόρτα που βγάζει στο πλάι.
Ακριβώς πίσω από το μνημείο, όπου άνθρωποι αφήνουν αδιάκοπα κόκκινα γαρύφαλλα, είναι για εκείνον ένα σημείο γνώριμο, αφού σε εκείνον τον τοίχο, κάτω από το σύνθημα «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ», τον είχε απαθανατίσει ο φακός του Βασίλη Καραγεώργου, μαζί με άλλους τρεις νέους, την 16η Νοεμβρίου του 1973, λίγες ώρες πριν από την εισβολή του τανκ.
«Το σύνθημα ήταν ήδη γραμμένο. Είχε γίνει πολύς ο κόσμος εκείνη την ώρα και γι’ αυτό καθίσαμε κάτω. Και κρύβαμε τα πρόσωπά μας από τον φωτογράφο γιατί φοβόμασταν μη μας συλλάβουν αργότερα», εξηγεί ο ίδιος, καθισμένος περίπου στο ίδιο σημείο, διευκρινίζοντας ότι τους άλλους νεαρούς εκείνου του «κλικ» που έμεινε στην ιστορία δεν τους γνώριζε.
ΗΜΑΣΤΑΝ ΜΙΑ ΟΜΑΔΑ.
«Φοβόσουν να ανοιχτείς τότε», προσθέτει, «γιατί μπορεί ο άλλος να ήτανε βαλτός».
Το φιτίλι της ανάγκης για συμμετοχή στα γεγονότα του Πολυτεχνείου για τον 29χρονο τότε φοιτητή από την Κοκκινιά άναψε η βίαιη μεταχείριση που του επεφύλασσε ένας αστυνομικός τον Φεβρουάριο του 1973 στη Νομική: «Ημασταν από διαφορετικές σχολές αλλά ήμασταν μια ομάδα.
Οταν μια σχολή είχε γενική συνέλευση πηγαίναμε κι από άλλες σχολές, ακόμα και για να σταθούμε απέξω. Ηταν η εποχή που οι δικτάτορες για να διαλύσουν το φοιτητικό κίνημα έστελναν τους φοιτητές στρατιώτες. Στη Νομική έφαγα μια γροθιά στο μάτι από αστυφύλακα. Αυτό το επεισόδιο μου άναψε τη φωτιά να συμμετάσχω σε κάτι που ακόμα δεν είχα συνειδητοποιήσει».
Ωρες αργότερα, από το σαλόνι του πατρικού του – εκεί όπου επέστρεφε τις φλογισμένες νύχτες του Νοέμβρη πριν από μισό αιώνα – στην Κοκκινιά, με το ιστορικό «κλικ» από το Πολυτεχνείο σε κάδρο στο χέρι, αφηγείται στα «ΝΕΑ» πώς ξεγλιστρούσε από το σπίτι για να ενισχύσει τον αγώνα των επαναστατημένων φοιτητών κατά της δικτατορίας.
«Δεν ήμουν ποτέ οργανωμένος. Συμμετείχα γιατί ήθελα μια καλύτερη κοινωνία χωρίς βία. Η διαμαρτυρία μου ήταν να πηγαίνω στο Πολυτεχνείο και να κάθομαι όσες περισσότερες ώρες μπορούσα.
Ηταν υποχρέωσή μου απέναντι στον εαυτό μου και τους άλλους φοιτητές. Ντυνόμουν καλά για να μη νομίζουν ότι είμαι απρεπής. Ελεγα ότι πάω να δω τον αδελφό μου που δούλευε στην ΤτΕ και πήγαινα στο Πολυτεχνείο. Κάθε μέρα ήμουν εκεί αλλά δεν έμενα μέσα τη νύχτα.
Είχα την ανησυχία μήπως ρωτήσουν πού ήμουν. Οι γονείς μου δεν ήξεραν ότι είμαι στο Πολυτεχνείο. Την Παρασκευή μας ερχόντουσαν μηνύματα για ελεύθερους σκοπευτές. Νιώθαμε φόβο. Οταν βγήκε τη νύχτα το τανκ, άρχισε να λειτουργεί η τρεμούλα.
Μέσα ήμουν μόνος, δεν είχα παρέα. Οταν είδα το τανκ, ήταν ένα θηρίο. Την ώρα εκείνη, το άκουγα, “τουκ, τουκ, τουκ”. Οποιος το έβλεπε, ήταν άτυχος. Δεν μπορούσα να καθίσω μπροστά.
Ακουγόταν ότι ο οδηγός είχε διαταγή να πυροβολήσει. Πήγα προς τα πίσω να φύγω. Δεν κοίταξα πίσω μου. Πήδηξα έξω στη Στουρνάρη από μια πορτούλα. Σε κάθε γωνία κοίταζα κι αν δεν έβλεπα αστυνόμους, φτερά είχα και πέταγα.
Ο αδελφός μου έμενε στον Σταθμό Λαρίσης. Μόλις του χτύπησα, μου άνοιξε αμέσως, ήταν πάνω από το κουδούνι. Ηξερε και με περίμενε, μου είχε και στρωμένο κρεβάτι», λέει και ρίχνει το βλέμμα του στην καδραρισμένη εκδοχή του 29χρονου εαυτού του. «Πρώτη φορά αναγνώρισα τον εαυτό μου στη φωτογραφία καιρό μετά, σε φωτογραφική έκθεση για την επέτειο της εξέγερσης».
«Θυμάμαι τις σφαίρες». Ακούγοντάς τον, η 64χρονη σύζυγός του, Αννα, προσθέτει ένα ακόμα κομμάτι στο παζλ της οικογενειακής ιστορίας που συνδέθηκε διά παντός με τα γεγονότα της εποχής.
«Το ’78 που ήρθα εδώ, ανακάλυψα σε μια ντουλάπα το ημίπαλτο της φωτογραφίας σκισμένο σε ένα σημείο και τα δερμάτινα παπούτσια. Θυμάμαι του είχα πει, «καλά, ήσουν με τέτοια καλά παπούτσια στο Πολυτεχνείο»;
Αλλά ντυνόταν έτσι γιατί εδώ από τη γειτονιά έμαθα ότι τον παρακολουθούσαν». Οπως παραδέχεται ο ίδιος σήμερα, κάθε επέτειος εκείνων των γεγονότων τον συγκινεί βαθιά: «Πηγαίνω στον εορτασμό της επετείου κάθε χρόνο. Κάποιες φορές είδα συγκρούσεις και δεν μου άρεσε.
Δεν συμπαθώ τις βίαιες κινήσεις που αποθαρρύνουν τον νέο να πάρει έστω και οπτικές εμπειρίες προκειμένου να νιώσει ότι «κάτι έγινε εδώ, κάτι πρέπει να κάνω κι εγώ»».
Οσο για τα χρόνια που πέρασαν από την εποχή της νιότης του, σχολιάζει: «Οχι, δεν μου μοιάζει σαν να είναι χθες.
Πέρασαν τόσα χρόνια, να είμαστε ρεαλιστές. Θυμάμαι τις στιγμές, θυμάμαι τις σφαίρες – γιατί τις άκουγα καθώς έφευγα να γλιτώσω εκείνη τη νύχτα, με “χαιρέτησαν”. Σήμερα λέω “μπράβο μου” που το έζησα. Αν είχα φάει σφαίρα, δεν θα μπορούσα να το πω. Συμμετείχα, είμαι ζωντανός και ήταν τιμή μου».