Το πρώτο της μυθιστόρημα, «Οι χάρτες των υπέροχων σωμάτων μας» (εκδ. Διόπτρα, μτφ. Ειρήνη Γεούργα), είναι το βασίλειο και η φυλακή ενός ντεμπούτου. «Πειραματικό» – ακόμη και στην τυπογραφία –, ασεβές προς την παραδοσιακή φόρμα και την ίδια στιγμή συγγενές προς τους μεγάλους μοντερνιστές, το βιβλίο είναι η αφήγηση για το φως και το σκοτάδι που κρύβει ο πιο πιστός φίλος και ταυτόχρονα ο πιο απρόσμενος «εχθρός»: το σώμα μας.
«Δεν προκαλεί έκπληξη πως, όταν ο γιατρός τής ανακοίνωσε ότι ο καρκίνος είχε εξαπλωθεί, η Λία ένιωσε το στομάχι της να ανακατεύεται. Αυτό το βαθύ, δυνατό πώς; σαν αλύχτημα λύκου. Ο γιατρός αναζήτησε το βλέμμα της, την κοίταξε με θλίψη και ένευσε, πάρα πολύ ελαφρά, σαν να συμφωνούσε με τον ήχο του στομαχιού που αναδευόταν φωνάζοντας πώς – πώς – πώς για την προδοσία του σώματος».
Αλλο ένα μυθιστόρημα, λοιπόν, όπου οι ήρωες αφηγούνται τα δεινά τους εξαιτίας τού μέχρι πρότινος ακατονόμαστου καρκίνου; Οχι ακριβώς: στους «Χάρτες» ο καρκίνος γίνεται ένας από τους αφηγητές της ζωής της Λία.
Και βλέπει τα οικεία της πρόσωπα ως χρώματα: η κόρη της, Αϊρις, είναι το «Κίτρινο». Ο σύζυγος Χάρι είναι ο «Κηπουρός», Η μητέρα της, Αν, η «Περιστερά» και το «Κόκκινο» η χημειοθεραπεία: «Κανείς δεν αντιλαμβάνεται τίποτα, επειδή το Κίτρινο εξηγεί δυνατά πώς οργανώνεται μια επιτυχημένη ομάδα διάσωσης και τα μέλη του χορού με πόδια και/ή χέρια δένουν τα κορδόνια στις μπότες τους και/ή σηκώνουν τα πιστόλια τους και η Περιστερά μουρμουρίζει προσευχές με την ανάσα του πτηνού που διαθέτει, ενώ ο Κηπουρός έχει στραμμένο το βλέμμα στο Κόκκινο με τον τρόπο που ένας άντρας μπορεί να κοιτάζει έναν άλλο, που γέρνει υπερβολικά κοντά στη γυναίκα του αργά το βράδυ, και όλα αυτά ενώ το Κόκκινο δημιουργεί μια λαχτάρα που καίει. Κι έτσι μόνο εγώ βλέπω τον ξένο που καραδοκεί στην περιφέρεια να γυροφέρνει τη σπονδυλική της στήλη, όπως τα πνεύματα στοιχειώνουν τις σκάλες». Για το ντεμπούτο της μιλήσαμε με την 27χρονη αγγλίδα συγγραφέα.
Συνήθως αυτή η ερώτηση προκύπτει προς το τέλος μιας συνέντευξης, αλλά θέλω να ξεκινήσουμε με τους συγγραφείς που θαυμάζετε. Το συγγραφικό σας ύφος βασίζεται στον κανόνα του μοντερνισμού: χρειάζεται μια καλή ιστορία, αλλά και φροντίδα για τη γλώσσα…
Ναι, σίγουρα οι μοντερνιστές. Η πρώτη φορά που διάβασα την «Κυρία Νταλογουέι» της Βιρτζίνια Γουλφ, στα 18 μου, ήταν μια μεγάλη στιγμή. Μαζί με τον Ελιοτ ξεκλείδωσαν τη λαχτάρα μου να ακούω την αγγλική γλώσσα.
Ο Ελιοτ βέβαια είναι, ας πούμε, ο «σοβαρός» της υπόθεσης. Παιγνιώδης με τη γλώσσα, αλλά πιο στιβαρός. Και αυτό που καταφέρνει είναι να συνδυάσει το κοινότυπο και το οικείο με το επικό. Δεν θα φοβόμουν να πω ότι, ναι, από εκεί άντλησα κάποιες ομοιότητες στο γράψιμο.
Ξεκινάω, έτσι κι αλλιώς, από την ποίηση σε αυτή τη διαδικασία, όχι από το μυθιστόρημα. Η αγαπημένη μου είναι η Αν Κάρσον. Στην «Αυτοβιογραφία του κόκκινου» καταφέρνει αυτό το εκπληκτικό παιχνίδι με την ποιητική γλώσσα. Μια μεταφορική χρήση της που πρόσφατα είδα στον Μαξ Πόρτερ, την Τζένι Οφιλ και φυσικά βρίσκω στον Τζορτζ Σόντερς. Ηθελα, λοιπόν, να κατασκευάσω ένα οικογενειακό δράμα – με φαινομενική πλοκή – χρησιμοποιώντας, ωστόσο, την ευαισθησία της ποιητικής φωνής.
Θα πρέπει να φανταστούμε ότι κάνατε μεγάλη έρευνα με βιβλία ανατομίας και ιατρικής για να γράψετε ένα βιβλίο όπου αφηγητής είναι και ο καρκίνος;
Ναι, όντως. Και μου άρεσε η διαδικασία. Αγόρασα τεράστια βιβλία και κάλυπτα τους τοίχους και το πάτωμα του δωματίου με τα αναπτύγματα της ανθρώπινης ανατομίας. Δεν ήθελα να μάθω μόνο τη θέση των οργάνων, αλλά και τη λειτουργία τους, ώστε να μπορώ μετά να χειριστώ τις μεταφορές που προκύπτουν στην αφήγηση.
Ηθελα να δημιουργείται η αίσθηση ότι κάποιος είναι μέσα στο σώμα και την ίδια στιγμή δεν είναι – ένα είδος σουρεαλισμού με την έννοια του φανταστικού. Πλέον δεν φαίνεται στο βιβλίο, επειδή οι φωνές έχουν διασπαρεί και αλλάξει θέση, αλλά στην αρχική του μορφή τις είχα τακτοποιημένες όπως σε έναν χάρτη: ξεκινούσαν από το τι συνέβαινε στα πόδια της Λία για να φτάσουν στο κεφάλι της.
Στο μυθιστόρημα συναντάμε, λοιπόν, εκτός άλλων, αναφορές στους ΑΒΒΑ, τον Κιούμπρικ, τον Τζέιμς Μποντ και τη Σιμόν Βέιλ. Τι θέλατε να πετύχετε με αυτή τη μείξη; Τι μοιράζονται μεταξύ τους;
Το ίδιο το βιβλίο είναι μια άσκηση ύφους, έτσι δεν είναι; Ενα μείγμα ρεαλισμού και σουρεαλισμού, όπου φαινομενικά αντιθετικά στοιχεία δένονται μαζί. Εικόνες, ιδέες, ιδεολογίες που συναρπάζουν τους αναγνώστες.
Ηθελα όμως να υπάρχει συνεχώς η διαβάθμιση σε διαφορετικά επίπεδα. Το βιβλίο από μόνο του είναι «βαρύ»: αναφέρεται στα θέματα ζωής και θανάτου, αρρώστιας και πόνου. Ειδικά σε θρησκευτικά ζητήματα δεν είναι καθόλου «μοντέρνο».
Οπότε, ναι, ήθελα από τη μια τη Σιμόν Βέιλ και στην άλλη σελίδα τους ΑΒΒΑ. Συνυπάρχουν στον ίδιο κόσμο, οπότε γιατί να μην τους συνταιριάξω; Μου φαίνεται μάλιστα παράλογη για τον κόσμο της τέχνης αυτή η εμμονή με την «υψηλή» και τη «χαμηλή» κουλτούρα, τι είναι εμπορικό και τι ποιοτικό. Είναι παράλογο ότι στη λογοτεχνία και την τέχνη χάσκει ακόμη αγεφύρωτο αυτό το κενό ανάμεσά τους. Χρειαζόμουν το χιούμορ και το κωμικό στοιχείο ως φορέα ανατροπής μέσα στο βιβλίο.
Οπως τα χρειαζόμαστε και στην πραγματική ζωή.
Ανάμεσα σε αυτές τις αναφορές υπάρχει και η «Αλκηστις» του Ευριπίδη, πάνω στην οποία παραδίδει σεμινάριο ο Χάρι. Αλλη μία χωρίς αυστηρή κατηγοριοποίηση, καθώς πρόκειται μάλλον για τραγικωμωδία ως προς το είδος…
Ακριβώς αυτό! Αυτή είναι η περιοχή μου και το μυθιστόρημα ήθελα να θυμίζει τραγικωμωδία. Ο τρόπος με τον οποίο οι μεγάλες τραγωδίες χειρίζονται την ανθρώπινη καταστροφή είναι πολύ συχνά διασκεδαστικός – πέρα από το σαφώς «βαρύ» νόημά τους. Κι αυτό που θέλησα είναι τουλάχιστον στην αρχή, όπου βρίσκεσαι μέσα σ’ ένα σώμα να μοιάζει σαν να είσαι μέσα σ’ ένα θέατρο. Σαν ναυπάρχει ένας Χορός στο εσωτερικό της δομής ενώ η ζωή έξω συνεχίζεται. Κι εδώ μπορεί κανείς να εντοπίσει την Αν Κάρσον.
Ξεχνάμε συνήθως πόσο «σωματική» είναι η σχέση μας με την ανάγνωση. Περιφέρουμε τα βιβλία μέσα στο σπίτι, τα διπλώνουμε, σημειώνουμε στο περιθώριο. Ο τρόπος με τον οποίο τυπώθηκε το βιβλίο σας, όπου οι φράσεις «ξεχειλώνουν» και φεύγουν από τη σειρά ή κάνουν κάμψη ή σβήνουν μέσα στις σελίδες, θυμίζει αυτή τη σχέση. Ηταν εξαρχής δική σας απόφαση;
Ναι, απολύτως. Ηταν το πρώτο πράγμα που ήθελα. Είναι σχεδόν η εμμονή μου με το πώς η γλώσσα και μια ιστορία καταλαμβάνουν και δημιουργούν χώρο μέσα σε μια σελίδα. Και το πώς τα σώματα υπάρχουν μέσα στον χώρο. Εχετε δίκιο, το ξεχνάμε.
Περνάμε ώρες με αυτά τα αντικείμενα, τα οποία σχεδόν έχουν μια ζωή από μόνα τους. Ξέρετε, αυτό που λέγεται στον χώρο μας: ότι τα βιβλία είναι πιο σοφά από τον συγγραφέα τους. Μια ολότητα που αποκτά συστήματα από τη στιγμή που θα γραφτεί και θα τυπωθεί. Οπότε ήθελα να φαίνεται και οπτικά ο τρόπος με τον οποίο αφηγούμαι μια ιστορία. Η φόρμα να ακολουθεί το περιεχόμενο και να συνδιαλέγεται μαζί του.
Χωρίς να πρέπει να αποκαλύψουμε πολλά, υπάρχει κάτι που εικονοποιεί πλήρως αυτό το παράδοξο για το οποίο μιλάμε: η φωνή μέσα στο βιβλίο που όσο δημιουργεί την ιστορία άλλο τόσο καταστρέφει. Το μόνο πράγμα που δεν δέχτηκαν οι εκδότες μου ήταν η ιδέα για το τέλος: όλες οι φράσεις να «εξαερωθούν” και να ρουφηχτούν στη ράχη του βιβλίου. Να υπάρχει το τίποτα. Ευτυχώς δέχθηκαν όλα τα άλλα.
Υπήρξε ένα σημείο στο οποίο αποφασίσατε ότι θα γράφατε για τους τελευταίους έξι μήνες της μητέρας σας, Κέιτι Πίρσον, η οποία πέθανε από καρκίνο όταν ήσασταν στην εφηβεία;
Οχι ακριβώς. Ξεκίνησα μάλλον αφαιρετικά ή ιμπρεσιονιστικά με μια ιστορία για ένα σωματικό τοπίο που καταστρέφεται. Οσο έγραφα συνειδητοποιούσα ότι χρειαζόμουν μια ανθρώπινη ιστορία. Εκεί κατάλαβα ότι ψάχνω ένα άρρωστο σώμα: το σώμα της μητέρας μου.
Εκείνη τη στιγμή έπρεπε να ξεπεράσω και μια «αλλεργία» μου: να γράφω για τον εαυτό μου. Επρεπε να κατοικήσω πλέον στον χώρο ανάμεσα στη ζωή και τη φαντασία μου, εκεί όπου ανθίζει η λογοτεχνία. Το βιβλίο έτσι βρήκε τον δρόμο του. Αλλά δεν θα γραφόταν ποτέ αν έλεγα μια μέρα «θέλω να γράψω για τη μητέρα μου». Η Λία από ένα σημείο κι έπειτα δεν έχει τίποτε κοινό μαζί της. Αλλά ήταν μια ευκαιρία να «περάσω» χρόνο με τη μητέρα μου, την οποία έχασα όταν ενδιαφερόμουν περισσότερο για τον εαυτό μου.
Πότε αποφασίσατε ότι ο καρκίνος πρέπει να έχει τη δική του «φωνή»;
Εγραφα το μυθιστόρημα στο τρίτο πρόσωπο και ξαφνικά δεν λειτουργούσε. Δεν μπορούσα να αποτυπώσω το δράμα ενός οικογενειακού τοπίου ούτε ήθελα να χρησιμοποιήσω το πρώτο ενικό. Γι’ αυτό βρήκα τη λύση τού «εγώ» αλλά όχι για εμένα. Μιλούσε μια άλλη φωνή που ήταν ο καρκίνος, συνεχώς μεταλλασσόμενος, που έτρωγε το σώμα του βιβλίου. Αλλά ταυτόχρονα αντιπροσώπευε τη σκοτεινή πλευρά της Λία. Ενα σκληρό, ανθεκτικό «αντίτυπο» του ίδιου μας του εαυτού.
Στο κομμάτι που γράψατε στον «Guardian» αναφέρετε ότι μετά τον θάνατο της μητέρας σας ανακαλύψατε αυτά που έγραφε για εσάς στα ημερολόγιά της; Ποια ήταν η αντίδρασή σας;
Υπάρχει κάτι σουρεαλιστικό εδώ. Νιώθεις σαν να είσαι ένας χαρακτήρας στο έργο κάποιου άλλου. Υπήρχε όμως πολλή αγάπη μεταξύ μας, οπότε δεν κατέληξε ποτέ τραυματική μια τέτοια αποκάλυψη. Διάβαζα και ήταν σαν να την ακούω: «Είσαι πολύ έξυπνη για δεκάχρονο παιδί».
Θυμάστε τη φωνή της;
Τώρα που το λέτε, όχι σε όλες τις εκφράσεις της. Θυμάμαι μόνο στιγμές, αλλά φευγαλέες. Κι έχουμε κάποιες ηχογραφήσεις, αλλά τις αποφεύγω. Είναι ενδιαφέρον τώρα που το σκέφτομαι: όχι, δεν θυμάμαι τη φωνή της.