Τα πάντα πεθαίνουν αρκετό χρόνο μετά τον θάνατό τους – δεν θυμάμαι ποιος το είπε. Το θέμα είναι ότι η ουσία της φράσης ισχύει τουλάχιστον για κάποια κόμματα που επιβιώνουν του ξεπερασμένου εαυτού τους και των ιδεολογημάτων που υποστηρίζουν ακόμα, ενώ έχουν διαψευστεί στην πράξη, ήδη, στο παρελθόν, πολλαπλώς και πανηγυρικά. Ψόφησε ο κούρκος, αλλά το απείκασμα του κούρκου ζει, ως μεταφυσική ιδέα εκτός χρόνου και συγκυρίας, σε ένα φαντασιακό χώρο που υπάρχει και δεν υπάρχει, σε ένα παράπλευρο, ειδωλολατρικό σύμπαν. (Αλλού το ιδεολόγημα κι αλλού γεννούν οι κότες).
Το φαινόμενο είναι παλιό: σίγουρα υπήρχαν μαχητικοί εικονομάχοι αρκετά χρόνια μετά το τέλος της εικονομαχίας που γενναίως σκιαμαχούσαν ακόμα για κάτι ήδη τετελεσμένο, νεκρό. Σίγουρα υπήρξαν νεστοριανοί, αρειανοί και άλλοι αιρετικοί, παρά το ότι οι αιρέσεις αυτές είχαν εξαφανιστεί από πολλών ετών. Ετσι είναι κάποιοι άνθρωποι. Απαξ και πίστεψαν σε κάτι, θέλουν να πεθάνουνε αγκαλιά με αυτή την πίστη. Αν και το πρόγραμμα έχει αλλάξει, η ζωή έχει πάει αλλού, και τα πάντα μεταβάλλονται ιλιγγιωδώς, εκείνοι μένουν πιστοί στις αυταπάτες της νεότητας και στο τι ωραία που περνούσαμε στο χωριό. Μπορεί η Λογική να ορίζει ότι ευφυία σημαίνει αγχίνοια, δηλαδή προσαρμογή στη συγκυρία (ή, ακόμα καλύτερα, πρόβλεψη του επερχόμενου) αλλά αρκετοί νιώθουν ευτυχείς μόνον ως τραβηγμένα χειρόφρενα. Οι περισσότεροι εξ αυτών μπορεί να είναι έντιμοι, αγνοί ιδεαλιστές, να έχουν καθαρή καρδιά και καλές προθέσεις – δεν αμφιβάλλω καθόλου γι’ αυτό. Αλλά στην πολιτική μετράνε άλλα πράγματα περισσότερο και με τρόπο άτεγκτο. Πώς το έλεγε ένας προπονητής: δεν κάνει για παίκτης, αλλά αφού είναι καλό παιδί, εντάξει, ας τον κεράσουμε μια πάστα.
Ευτυχώς ή δυστυχώς δεν μπορούν, τι να κάνουμε; Εκβράζονται με σκληρό, τραγικό τρόπο από την Ιστορία που παφλάζει μαιανδρίζοντας απρόβλεπτα. Αλλά εκείνοι δεν βλέπουν, μέχρι τελευταία στιγμή, ότι τα πάντα ρει, αλλά τα πάντα γκρι. Θέλουν να σταματήσουν τον ρου εκεί που κάποτε τους βόλεψε, έστω για λίγο – κάτι που δεν μπορεί να συμβεί. Και τα παραπάνω επαληθεύονται και τα βλέπαμε, ήδη, στην περίπτωση του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης (ακόμα και πριν απ’ την Τσιπρεκτομή) όπου οι πολλαπλές λάθος εκτιμήσεις και οι παλαιές αυταπάτες συνιστούσαν ήδη ένα πολύχρωμο συνονθύλευμα: κάποιοι διακατεχόμενοι από κομουνιστική έκσταση, τροτσκιστές (που ξεχνούν, βεβαίως, την Κροστάνδη), ευρω-γκραμσιανοί που γνωρίζουν πλημμελώς τον Γκράμσι, οπαδοί –υποτίθεται– της Λούξεμπουργκ, μαοϊκοί, σοσιαλδημοκράτες και έτεροι ομαδοποιημένοι σε πλατφόρμες και σε καρότσες, χωρίς ξεκάθαρη συγκολλητική ουσία – όλοι πίσω από την αφηρημένη λέξη «Αριστερά». Μια λέξη μπουζουριέρα που ακούγεται όμορφα, αλλά δεν λέει τίποτε διαυγές. Συνήθως, μάλιστα, αποφεύγει συνειδητά να πει, θαρρείς και δεν ξέρουμε τις βαθύτερες προθέσεις – πώς το λέει ο Κερομύτης: προτού την κάνεις τη λαδιά, στο νόημά σου μπαίνω.
Αυτή η ίδια η δομή μωσαϊκού και διαφορετικών δρόμων, ερμηνειών του κόσμου και ιδεολογικών αντιλήψεων, καθιστούσε ανέφικτη κάθε ουσιώδη συνοχή και συμπάγεια, άρα και μειωμένη αποτελεσματικότητα – συν τη συνεργασία με τους ανεκδιήγητους ΑΝΕΛ στη βάση ενός κυνισμού τον οποίο πάντα ακολουθεί η Νέμεση. Και η Νέμεση ήρθε όπως τη ζήσαμε, και όλοι περίμεναν τα φυσιολογικά γεράματα του κόμματος και την αργή συρρίκνωση, γεράματα τουλάχιστον ανεπαίσχυντα και αξιοπρεπή – αλλά δεν. Διότι, μια ξαφνική στιγμή, κι επειδή δεν υπήρχε έρμα (γι’ αυτό ψοφούν τα έρ’μα) και κυριαρχούσε η διαλυτική αμηχανία και η εκ των πραγμάτων αδυναμία αυτοκριτικής κι επαναπροσδιορισμού (στη βάση ποιας ερμηνείας από κάθε διαφορετική πλατφόρμα;) τότε έγινε το πικρό θαύμα: ήρθε ο νέος Μεσσίας, διότι οι οπαδοί ήθελαν τάχιστα, πάλι, την εξουσία, κι έκαναν σαν τη χήρα στην κλινοπάλη. Εδώ και τώρα, με έναν ουρανοκατέβατο Σωτήρα που θα σαλτάρει στην πρωθυπουργία με άλμα επί κοντάρ’.
Δημοφιλές φαινόμενο παράγκας. «Πλέρια δημοκρατία». Πάλι αυταπάτες, πάλι τζογάρισμα και πάλι άλματα σκέψης στο κενό – ακόμα και ο Κοκλώνης αν κατέβαινε υποψήφιος θα γινότανε αρχηγός, αλλά δεν το καταδέχτηκε. Το πιο αβάσταχτο: ο νέος Μεσσίας είναι από εντελώς διαφορετικό ρόφημα, θα έλεγε κανείς ότι δεν κατάγεται καν από την όποια πολιτική, και είναι άγευστος του παιγνίου. Ισως να είδε μια εύκαιρη πασαρέλα να παρελάσει στη βάση της πεποίθησης «γεννήθηκα θεά, δοξάστε με». Μπορεί να ήταν ένα παιδικό dream που αναπάντεχα βρήκε την ευκαιρία να επαληθευτεί, με τρόπο που δεν ξανάγινε ουδέ πώποτε και οπουδήποτε. Εμφανίστηκε ως «πορτοφολάς της Ιστορίας» (που λέει ο Τρότσκι) και, για να το διατυπώσουμε λαϊκότερα, συνέβη περίπου αυτό που λέγεται: μάθαν πως αγαπιόμαστε πλακώσανε κι οι γύφτοι. Το κόμμα απ’ την άλλη είχε χάσει αβγά και πασχάλια και σε αυτή την περίπτωση μπορεί να σου συμβεί ακόμα κι εκείνο που υποστηρίζουν οι μαφιόζοι στη Σικελία: «Αν το λιοντάρι φορέσει προβιά κατσίκας, να μην παραπονιέται αν το πηδήξει ο τράγος».
Ο νέος Σωτήρ, λοιπόν, αν και καλό παιδί, νιώθει σαν γίγαντας που ανέβηκε στη φασολιά. Αποδεικνύεται όμως μη ιστοσυμβατός με το κόμμα που απορρίπτει το μόσχευμα. Κι όλοι μαζί, πια, «πλέουν τα Ισθμια» (πνέουν τα λοίσθια), όπως λέει μια γιαγιά που έχει τη μανία να παρακούει τις λέξεις και, τραγουδάει, πλέον, συχνά:
Χάρτινο το κασελάκι
Ψεύτικη η ακρογιαλιά…