Ας σοβαρευτούμε λίγο σήμερα. Ας μη μιλήσουμε για τα εσωτερικά του ΣΥΡΙΖΑ. Ας μιλήσουμε για μόδα που θεωρώ ότι είναι πιο σοβαρό θέμα. Και πιο, ουσιαστικά, πολιτικό. Διότι, εδώ και πάρα πολλές δεκαετίες, «εξιστορεί» και «φωτογραφίζει» τις εξελίξεις και τους μετασχηματισμούς στην κοινωνία. Και, το σημαντικότερο, είτε τους διαμορφώνει είτε τους αφομοιώνει πολύ πιο ουσιαστικά από διάφορα πολιτικά σχήματα. Διότι οι άνθρωποι της πολιτικής και οι άνθρωποι της μόδας έχουν ένα κοινό. Και οι μεν και οι δε προσπαθούν να προβλέψουν, να αποκωδικοποιήσουν και, τελικά, να ικανοποιήσουν αυτό που λέμε τάσεις. Οι δεύτεροι όμως φαίνεται ότι τις μυρίζονται πιο εύκολα.
Οταν λοιπόν ο Κριστομπάλ Μπαλενσιάγκα άνοιγε το 1917, σε ηλικία 22 ετών, τον δικό του οίκο μόδας, στο Σαν Σεμπαστιάν στην Ισπανία, ο κόσμος ήταν εντελώς διαφορετικός. Και η μόδα επίσης. Ή, για να το πούμε πιο σωστά, προετοιμάζονταν για τις μεγάλες αλλαγές που θα σηματοδοτούσε το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Και ένας από αυτούς ήταν ότι ο σχεδιασμός ενός ρούχου θα αναγόταν πλέον σε μια διαδικασία Τέχνης. Που πέρα από τα αισθητικά, θα έστελνε και άλλους είδους μηνύματα. Κάπως έτσι θριάμβευσαν το μικρό μαύρο φόρεμα, τα ψεύτικα κοσμήματα και οι πανάκριβες γούνες ως φόδρα σε γκαμπαρντίνες από κάμποτο της Κοκό Σανέλ. Λίγο αργότερα, ο Μπαλενσιάγκα, ο οποίος λόγω ισπανικού Εμφυλίου, μετανάστευσε στο Παρίσι, εντυπωσίαζε με τις πρώτες τους διεθνείς πλέον κολεξιόν όπου κυριαρχούσε το μαύρο χρώμα, τα βελούδα και τα μπροκάρ και οι γραμμές που παρέπεμπαν σε αρχιτεκτονικά σχέδια και γλυπτά έργα τέχνης. Γι’ αυτό άλλωστε και ο μετρ που εισήγαγε τη γραμμή «μπαλούν» αναφέρεται, ως σήμερα, «αρχιτέκτονας της μόδας».
Από τότε έχουν αλλάξει τα πάντα. Οι άνθρωποι, οι αξίες, τα πρότυπα, οι ιδέες, ο τρόπος που εφαρμόζονται. Οτι τι δηλαδή; Δεν θα άλλαζε η μόδα; Που, για να λέμε την αλήθεια, η εικόνα της αλλάζει μόνο. Ο στόχος της παραμένει έως και πληκτικά ίδιος. Και που δεν είναι άλλος από το να προκαλεί. Το να αρέσει είναι δεύτερο κατά σειρά ζητούμενο που κατακτάται όταν το κοινό συμφιλιωθεί με την πρόκληση. Να προκαλέσει ήθελε η μαντεμουαζέλ Κοκό όταν, βλέποντας τις ντυμένα πολύχρωμα κοσμικές Παριζιάνες, έλεγε ότι την επόμενη σεζόν θα τις «τρελάνει στο μαύρο, το ίδιο ο Μπαλενσιάγκα όταν παρουσίαζε ρούχα – αρχιτεκτονήματα, το ίδιο και η Μαίρη Κουάντ όταν λάνσαρε το μίνι.
Το ίδιο κάνει τώρα και ο δημιουργικός διευθυντής του οίκου Μπαλενσιάγκα, ο Γεωργιανός Ντέμνα Γκβασάλια, που για την επόμενη σεζόν λάνσαρε μία φούστα που στοιχίζει χίλια, περίπου, ευρώ και η οποία, στην πραγματικότητα, είναι μια πετσέτα μπάνιου, σε μαύρο ή γκρι, τυλιγμένη γύρω από τη μέση, με δύο εσωτερικά κουμπιά για να αποφευχθούν ατυχήματα και με κεντημένο το λογότυπο του οίκου. Ο Γκβασάλια μάλιστα την παρουσίασε φορεμένη από αγόρι, πάνω από το παντελόνι του. Ο θόρυβος που ξεσηκώθηκε ήταν η καλύτερη διαφήμιση για το συγκεκριμένο ρούχο, αν και δεν νομίζω ότι ήταν αυτός ο στόχος. Θεωρώ ότι το ζητούμενο είναι αυτή καθαυτή η πρόκληση σε μια εποχή που δεν χρειάζεται καν το άλλοθι της δημιουργικής πρότασης. Μόνο να προκαλέσουμε, μόνο να βγάλουμε γλώσσα στο κατεστημένο – άσχετο αν αυτό μας συντηρεί. Το οποίο (ας μου επιτραπεί η προσωποποίηση) γελάει καθώς γνωρίζει ότι κάπως έτσι γίνεται και η πρόκληση κατεστημένο. Και στο κάτω κάτω, εδώ είναι αρχηγός της Αριστεράς ο Κασσελάκης, για τη φουστοπετσέτα τούς έπιασε κάποιους ο γκαϊλές;
Λίγη πρόκληση ακόμη
Δεν είναι η πρώτη φορά, τα τελευταία χρόνια, που ο Γκβασάλια προκαλεί. Εχει προηγηθεί ο σάλος για μια καμπάνια με παιδιά που πόζαραν κρατώντας σαδομαζοχιστικά γκάτζετς (και που έκαναν κάποιους να κάψουν δημόσια ό,τι είχαν σε Balenciaga), το κίτρινο t-shirt με το λογότυπο DHL και την πανάκριβη τιμή που φορέθηκε στις πασαρέλες, τα πολύ φθαρμένα παπούτσια που θεωρήθηκε ότι φετιχοποιούν τη φτώχεια και η χαρακτηριστική μπλε σακούλα της ΙΚΕΑ που επειδή κάπου έγραφε Balenciaga, στοίχιζε μερικές εκατοντάδες ευρώ. Μάλιστα, η ΙΚΕΑ τώρα «απάντησε» λανσάροντας, με το ίδιο στάιλινγκ μάλιστα, τη δική του φουστοπετσέτα που όμως τιμάται 16 ευρώ.