«Το μέλλον του κόσμου εξαρτάται από τη χημεία ανάμεσα στους ηγέτες δύο κρατών» εκτιμούσε η γερμανική «Handelsblatt» λίγες ώρες μετά την ολοκλήρωση της πολυαναμενόμενης συνάντησης ανάμεσα στον Τζο Μπάιντεν και τον Σι Τζινπίνγκ που πραγματοποιήθηκε την Τετάρτη στο Σαν Φρανσίσκο.
Αποτύπωσε, έτσι, το ενδιαφέρον και την αγωνία ολόκληρου του πλανήτη για την εξέλιξη που θα έχουν οι σχέσεις Ηνωμένων Πολιτειών και Κίνας, της νυν και της αναδυόμενης υπερδύναμης, σε μια περίοδο που όλα δείχνουν να αλλάζουν, συχνά βίαια.
Η αλήθεια είναι ότι μόνο ένας πολύ στενός κύκλος ανθρώπων γνωρίζει τι ακριβώς ειπώθηκε και ποιο ήταν το κλίμα κατά την τετράωρη συνάντηση του Μπάιντεν, του Σι και των συμβούλων τους γύρω από το ίδιο τραπέζι.
Αν, ωστόσο, πιστέψουμε το ρεπορτάζ των «New York Times», οι συνομιλίες «δεν οδήγησαν σε τίποτα περισσότερο παρά σε μια συμφωνία να συνεχίσουν να συνομιλούν», μια και σημειώθηκε «ελάχιστη πρόοδος στα ζητήματα τα οποία έχουν οδηγήσει ΗΠΑ και Κίνα στο χείλος της σύγκρουσης».
Προφανώς, η διάθεση συνεννόησης που αποτυπώθηκε στις δηλώσεις που προηγήθηκαν και ακολούθησαν, καθώς και η διατήρηση και διεύρυνση των διαύλων επικοινωνίας σε όλα τα επίπεδα, είναι στοιχεία τα οποία δεν μπορούν και δεν πρέπει να υποτιμηθούν.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, η σημασία τους είναι σχετική και περιορισμένη.
Εξάλλου, είναι γνωστό ότι παρά το σχετικό κλίμα που υπήρξε και κατά το προηγούμενο τετ-α-τετ, τον Νοέμβριο του 2022 στην Ινδονησία, ακολούθησε πολύ γρήγορα μια περίοδος μεγάλης έντασης – η οποία, ανάμεσα στα άλλα, σφραγίστηκε από την κατάρριψη ενός κινεζικού αερόστατου (κατασκοπευτικού, σύμφωνα με την Ουάσιγκτον) πάνω από τον Ειρηνικό και από την επιβολή νέων οικονομικών κυρώσεων σε βάρος του Πεκίνου, με τον δραστικό περιορισμό της εξαγωγής αμερικανικών προϊόντων υψηλής τεχνολογίας.
Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει μια πλευρά της επίσκεψης Σι – της πρώτης στις ΗΠΑ ύστερα από έξι χρόνια – που ίσως επιτρέπει σε κάποιους να κάνουν κάπως πιο αισιόδοξες εκτιμήσεις.
Πρόκειται για τη συνάντηση την οποία είχε το απόγευμα της Τετάρτης ο πρόεδρος της Κίνας με την επιχειρηματική ελίτ της Αμερικής, η οποία, σύμφωνα τουλάχιστον με τους «Financial Times», τον υποδέχθηκε όρθια και με ένα παρατεταμένο χειροκρότημα.
«Η Κίνα είναι τόσο μια τεράστια οικονομία όσο και μια τεράστια αγορά (…) Ο εκσυγχρονισμός που επιδιώκουν 1,4 δισεκατομμύρια Κινέζοι αντιπροσωπεύει μια τεράστια ευκαιρία την οποία προσφέρει η Κίνα στον κόσμο» είπε σε ένα ακροατήριο 300 περίπου ανθρώπων, ανάμεσα στους οποίους βρισκόταν η «αφρόκρεμα»: Ο Ιλον Μασκ της Tesla και της Χ, ο Τιμ Κουκ της Apple, ο Αλμπερτ Μπουρλά της Pfizer, ο Σούνταρ Πίτσαϊ της Alphabet, ο Σάτια Ναντέλα της Microsoft, ο Σαμ Αλτμαν της OpenAI – της εταιρείας που εφηύρε το ChatGPT, το πιο γνωστό μέχρι στιγμής «εργαλείο» της τεχνητής νοημοσύνης – και πολλοί ακόμη.
«Εάν δείτε τη λίστα με τις 20 κορυφαίες αμερικανικές εταιρείες που έχουν παρουσία στην Κίνα, ήταν όλες εκεί» είπε στους «FT» ένας από τους συμμετέχοντες. «Νιώθω ενθουσιασμένος που έχω αυτή τη σχέση (με τον Σι)» δήλωσε από την πλευρά του, προσερχόμενος στην εκδήλωση, ο ιδρυτής της Bridgewater Ρέι Ντάλιο.
Πρόκειται για όλους εκείνους, με άλλα λόγια, οι οποίοι έχουν τεράστια οικονομικά συμφέροντα στην αγορά της Κίνας και, για τον λόγο αυτόν, ασκούν έντονες πιέσεις στην κυβέρνηση Μπάιντεν να μην κλιμακώσει την αντιπαράθεση πέρα από το «σημείο δίχως επιστροφή».
Μόνο που οι δικές τους προθέσεις δεν φαίνεται να αρκούν πλέον.
Οπως χαρακτηριστικά υπογράμμισε ο Μάιρον Μπρίλιαντ, πρώην επικεφαλής του τμήματος διεθνών σχέσεων του Εμπορικού Επιμελητηρίου των ΗΠΑ, «οι καιροί έχουν αλλάξει.
Αυτό που μετρά πάνω από όλα είναι ότι οι επιχειρηματικοί ηγέτες της Αμερικής δεν θέλουν να εγκλωβιστούν σε μια παρτίδα στη σκακιέρα μεταξύ των κυβερνήσεων ΗΠΑ και Κίνας» σημείωσε, για να προσθέσει πως το κλίμα που διαμορφώνεται «αυξάνει το ρίσκο που συνεπάγεται η επιχειρηματική δράση στην Κίνα».
Είναι η οικονομία, ανόητοι…