Προφανώς δεν είναι η πρώτη φορά που μια ερμηνεύτρια ή ένας ερμηνευτής αλλάζει τον στίχο ενός τραγουδιού σε live εμφάνιση, ανάλογα με τα ήθη της εποχής. Ούτε είναι η πρώτη φορά που το κάνει η Αλκηστις Πρωτοψάλτη με τον «Αδωνη». Ο ίδιος ο Σταμάτης Κραουνάκης το 2013 άλλαξε πολλούς στίχους του κομματιού μεταμορφώνοντάς το σε «καταγγελία» εις βάρος του Αδωνη Γεωργιάδη και της συζύγου του καταμεσής του προαυλίου της ΕΡΤ, στις τότε συναυλίες για το περίφημο «μαύρο».
Ο Στέλιος Καζαντζίδης στη live εκτέλεση του «Είμαι ένα κορμί» τραγουδά «Μες στο βούρκο κατεβαίνω/ κάθε μέρα πιο βαθιά» αντί για «Στον γκρεμό κατρακυλάω/ κάθε μέρα πιο βαθιά» (που ο ίδιος λέει στους πρωτότυπους στίχους του Κώστα Βίρβου). Η Τάνια Τσανακλίδου σε αρκετές πρόσφατες εμφανίσεις κλείνει το «Μαμά, γερνάω» με τους στίχους «ωραία, νέα και ευτυχής» (αντί του «ατυχής»). Ενδεικτικά από τη διεθνή παραγωγή, οι Scorpions μόλις πέρυσι τροποποίησαν τον ύμνο τους «The Wind of Change» μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. «Το να τραγουδάμε το “Wind of Change” όπως το τραγουδούσαμε πάντα δεν είναι κάτι που μπορώ πλέον να φανταστώ» είπε ο τραγουδιστής του συγκροτήματος Κλάους Μάινε στη γερμανική εφημερίδα «Die Zeit». «Δεν είναι σωστό να ρομαντικοποιούμε τη Ρωσία με στίχους όπως: «Κατευθύνομαι στη Μόσχα/ Διασχίζω το πάρκο Γκόρκι… Αφησε την μπαλαλάικα να ηχήσει».
H μπάντα άλλαξε τους στίχους σε: «Τώρα ακούστε την καρδιά μου/ Λέει Ουκρανία/ Περιμένοντας τον άνεμο να αλλάξει κατεύθυνση».
Η Αλκηστις Πρωτοψάλτη άνοιξε – άθελά της, σε πρώτη ανάγνωση – έναν από τους γνωστούς πολιτισμικούς πολέμους που διεξάγονται κυρίως στα social media. Αρκετοί αισθάνθηκαν άβολα που αντικατέστησε τη λέξη «χοντρή» στο κομμάτι των Λίνας Νικολακοπούλου – Στ. Κραουνάκη συμμετέχοντας στις εντυπώσεις για την ανάγκη της πολιτικής ορθότητας να «προστατεύει» κοινωνικές ομάδες από την προσβολή. Αλλοι υπερασπίστηκαν ακριβώς το δικαίωμα των ερμηνευτών να αλλάζουν τα τραγούδια ως προϊόντα που ακολουθούν την εποχή τους. Δύο εξισορροπητικές απόψεις καλλιτεχνών, της Μάρθας Φριντζήλα και του Στάθη Δρογώση, φιλοξενούν σήμερα «ΤΑ ΝΕΑ» στον σχετικό φάκελο.
«Να το κρίνουμε κατά περίπτωση»
Της Μάρθας Φριντζήλα
«Είναι ένα φαινόµενο το οποίο παρακολουθούµε. Εγώ έχω αφαιρέσει λέξεις από τραγούδι το οποίο έλεγα στο πρόγραµµά µου. Το “Σίγουρα θα πάµε µια και φτάσαµε ως εκεί / εσύ στο χώµα και εγώ στη φυλακή”, το έκανα “εσύ στο κόµµα και εγώ στη φυλακή”. Βέβαια πρέπει να µην ξεχνάµε ότι τα τραγούδια τη στιγµή που δηµιουργούνται αποτυπώνουν και την εποχή τους. Δεν θα αφαιρούσα ποτέ από τον “Προµηθέα” τη φράση “να κάθοµαι να κλαίω σαν γυναικούλα”. Η πραγµατικότητα της εποχής αυτή ήταν και εγώ οφείλω να τη µεταφέρω αυτούσια στο σήµερα. Δεν σηµαίνει ότι αυτή είναι η πίστη µου, η πεποίθεσή µου. Είναι του συγγραφέα, του εκάστοτε συγγραφέα, του εκάστοτε δηµιουργού της συγκεκριµένης εποχής.
Δύσκολα θα έβγαζα κάτι αν το τραγούδι δεν ήταν ολοκληρωµένο, αφαιρώντας δηλαδή αυτό που µπορεί να ενοχλεί. Αν στερούσα δηλαδή από το τραγούδι κάτι ουσιαστικό, δεν θα αντικαταστούσα λέξεις. Νοµίζω ότι θα πρέπει να το αντιµετωπίζουµε κατά περίπτωση. Ο λόγος που καταργούµε εποχές ολόκληρες και πεποιθήσεις πρέπει να είναι ισχυρός. Είναι ένα φαινόµενο σε κάθε περίπτωση που το παρακολουθώ και εγώ και θέλω να δω πώς θα εξελιχθεί.
Στο παρελθόν έχει ξανασυµβεί, δεν είναι κάτι καινούργιο. Η λέξη “νέγρος” για παράδειγµα δεν χρησιµοποιείται εδώ και τέσσερις δεκαετίες. Το θέµα θα πρέπει να το εξετάσουµε σήµερα στην πρωτογενή παραγωγή. Αυτός που γράφει τώρα ένα τραγούδι, για παράδειγµα, θα πρέπει να λάβει υπόψη του κάποια πράγµατα. Από την άλλη, τη στιγµή που συζητούµε αν θα πρέπει να λέγεται µια λέξη βλέπουµε στην τηλεόραση το “Χτυποκάρδια στο θρανίο” όπου η σφαλιάρα ήταν µέσο διαπαιδαγώγησης. Νοµίζω, είµαστε εκτός πραγµατικότητας».
«Οι διακρίσεις δεν διορθώνονται με μια λέξη»
Του Στάθη Δρογώση
«Την απόφαση να αφαιρέσει και να αντικαταστήσει λέξεις ο σύγχρονος τραγουδιστής από ένα κομμάτι μπορεί να την πάρει σε συνεννόηση με τον συνθέτη – φυσικά και με τον ερμηνευτή που έκανε γνωστό το τραγούδι. Είναι στη διακριτική του ευχέρεια. Ομως αν θέλουμε να προσεγγίσουμε τα πράγματα σε μια πιο ρεαλιστική βάση, θα πρέπει να πούμε ότι ότι ο κόσμος τις περισσότερες φορές μπορεί να διακρίνει πότε ο λόγος είναι κακοποιητικός και πότε αντανακλά τα ήθη και τα έθιμα απλώς της εποχής. Εχει κριτήριο ο ακροατής να διακρίνει τι μπορεί να σημαίνει μια λέξη μια φράση ή σε μια εικόνα στην τέχνη. Αντιλαμβάνεται δηλαδή την πρόθεση του καλλιτέχνη. Το ελληνικό τραγούδι έχει φανατικούς ακροατές και ανθρώπους που γνωρίζουν ιστορία.
Για παράδειγμα, στο τραγούδι της Λίνας Νικολακοπούλου “Πάμε στον Αδωνη για καφέ” είναι βέβαιο ότι κατανοούν πως δεν είχε κάποια πρόθεση η Λίνα Νικολακοπούλου να θίξει τη συγκεκριμένη ομάδα συνανθρώπων μας όταν το έγραφε. Ως κοινωνία σαφώς καλά κάνουμε και θέλουμε να προστατέψουμε και επιθυμούμε να μην προκαλούμε τραύματα ο ένας στον άλλον.
Από την άλλη, όμως, οφείλουμε να τοποθετούμε τα πράγματα, εν προκειμένω τη δημιουργία και την τέχνη, στο πλαίσιο που δόθηκαν. Θα ήταν παράλογο να απαιτούμε να αφαιρέσουμε ολόκληρα κομμάτια ή λογοτεχνικά κείμενα μόνο και μόνο για να δηλώσουμε την αντίθεσή μας σε μια παλαιότερη συμπεριφορά η οποία μπορεί να ήταν προσβλητική. Για να ζήσουμε όλοι μαζί σε μια κοινωνία που σέβεται ο ένας τον άλλον πρέπει από τα σχολικά χρόνια να μαθαίνουμε τον σεβασμό στο διαφορετικό. Αλλά αυτό είναι μια άλλη διαδικασία. Οι κοινωνικές διακρίσεις που υπάρχουν τώρα δεν διορθώνονται με το να αλλάζουμε τη γλώσσα με την οποία απευθυνόμαστε. Θέλει κοινωνικές πολιτικές ένταξης, όχι απλώς αφαιρώντας μια λέξη».
Οταν οι «δικοί μας» έγιναν οι «εχθροί μας»
Της Πέπης Ραγκούση
Μπορούμε, λέει, να αλλάζουμε τους στίχους των τραγουδιών; Η πραγματικότητα λέει ότι μια χαρά μπορούμε και όχι για λόγους πολιτικής αλλά «προσωπικής ορθότητας». Ή ιδεολογικής. Λόγω της οποίας, για παράδειγμα, έχει αλλάξει ο στίχος σε ένα από τα πιο δημοφιλή τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη, το «Γελαστό παιδί». Το ποίημα του Μπρένταν Μπίαν που μετέφρασε ο Βασίλης Ρώτας για την παράσταση του 1962 «Ενας όμηρος», σε σκηνοθεσία Λεωνίδα Τριβιζά, αναφέρεται στον θάνατο του Μάικλ Κόλινς (Οκτώβριος 1890 – Αύγουστος 1922), ηγέτη του IRA και πρωτεργάτη της συνθήκης για την ίδρυση ανεξάρτητου ιρλανδικού κράτους που δολοφονήθηκε από σκληροπυρηνικούς συντρόφους του οι οποίοι ήταν αντίθετοι σε αυτήν τη συνθήκη.
Οι αρχικοί στίχοι το έλεγαν ξεκάθαρα: «Ανάθεμα την ώρα κατάρα τη στιγμή / Σκοτώσαν οι δικοί μας το γελαστό παιδί». Και η επιβεβαίωση έρχεται στο επόμενο τετράστιχο: «Μόνο να ‘ταν σκοτωμένο στου αρχηγού το πλάι / Και μόνον από βόλι Εγγλέζου να ‘χε πάει / Κι από απεργία πείνας μέσα στη φυλακή / Θα ‘ταν τιμή μου που ‘χασα το γελαστό παιδί». Οταν όμως το τραγούδι πέρασε στα χείλη του κόσμου, εκτιμήθηκε ότι η συλλογική συνείδηση δεν θα άντεχε το ξεμπρόστιασμα των «ενδοοικογενειακών συγκρούσεων», και έτσι οι «δικοί μας», έγινε οι «εχθροί μας». Και μετά τη χούντα, οι «φασίστες». Κι ας έμενε ξεκρέμαστο το επόμενο τετράστιχο.
Ο θόρυβος που σηκώθηκε για τον αν έπρεπε ή όχι η Αλκηστη Πρωτοψάλτη να απαλείψει τη λέξη «χοντρή» από το τραγούδι του Σταμάτη Κραουνάκη «Αδωνις», είναι αποτέλεσμα μιντιακής διαχείρισης αφού έτσι το τραγουδάει εδώ και τρία χρόνια. Γιατί; Διότι έτσι θέλει. Αυτό της λέει η συνείδησή της αφού, υποθέτω, ότι ξέρει πως αναφέρεται σε έναν πασίγνωστο άνδρα και έχει χλευαστική αν και, κατά κάποιον τρόπο, τρυφερή, συγχρόνως, διάθεση. Αλλά αυτά τα, ας τα πούμε backstage δεν φτάνουν έως τον ακροατή. Ο οποίος, εικονογραφικά και μετά από περισσότερα από σαράντα χρόνια από τότε που γράφτηκε το τραγούδι, «βλέπει» μία χοντρή, στρεσαρισμένη, νευρικιά. Με το «χοντρή» να καθορίζει την τελική εικόνα. Ε, αυτό φαίνεται ότι χτύπησε καμπανάκι στην Πρωτοψάλτη και είναι δικαίωμά της. Διότι δεν παίζουν ρόλο μόνο οι λέξεις σε ένα στίχο αλλά και το νόημα που στη συγκεκριμένη συνθήκη αποδίδουν. Εδώ η «χοντρή» δεν είναι η «Χοντρομπαλού» του Σταύρου Ξαρχάκου που, σε στίχους Νίκου Γκάτσου, τραγουδούσε η Δέσπω Διαμαντίδου. Ούτε η άλλη στο διασκευασμένο τραγούδι της Κατοχής που έλεγε: «Πατάω ένα κουμπί και βγαίνει μια χοντρή και λέει στα παιδάκια νιξ φαΐ».
Το πρόβλημα με τη λογοκρισία της πολιτικής ορθότητας είναι όταν επιβάλλεται. Και όταν γίνεται για συγκεκριμένους σκοπούς από συγκεκριμένους κύκλους. Οχι όταν η παρέμβαση γίνεται από τον συνδημιουργό ενός τραγουδιού (και ο ερμηνευτής, μετά από σαράντα χρόνια που το τραγουδάει είναι και συνδημιουργός) για λόγους προσωπικής συνείδησης. Και στην προκειμένη περίπτωση, φρονώ ότι διογκώθηκε για να ρίξει λάδι στη φωτιά της κόντρας μεταξύ Πρωτοψάλτη και Κραουνάκη που έχει ανάψει από τότε που η ερμηνεύτρια έκανε, εν μέσω λόκνταουν, εκείνη τη συναυλία πάνω σε φορτηγό του Δήμου Αθηναίων.
Ο συνθέτης και στιχουργός δεν «τσίμπησε» – άλλωστε ο ίδιος, στο παρελθόν, έχει αλλάξει τους στίχους του συγκεκριμένου τραγουδιού, από την άλλη άκρη όμως, αναφέροντας τα εσώρουχα της Ευγενίας Μανωλίδου. Ολα τα υπόλοιπα έχουν σαφείς στόχους και ακόμη σαφέστερες προθέσεις. Διότι όταν ο «ανιματέρ της αντιπολίτευσης» Χριστόφορος Ζαραλίκος αναρωτιέται γιατί πείραξε την τραγουδίστρια η λέξη «χοντρή» και όχι η λέξη «Αδωνις», αναρωτιέσαι κι εσύ από πότε, στην ελληνική γλώσσα, το «Αδωνις» είναι πιο προσβλητικό από το «τεκνό» ή το «φρικιό». Αν θέλουμε δηλαδή να μιλάμε για πολιτική και όχι κομματική ορθότητα.