Μια σειρά από δημοσιονομικές νίκες για τη Ρώμη – η πώληση του 25% της κρατικής τράπεζας Monte Paschi και η αναβάθμιση από τη Moody’s – συνέπεσε με μια πρωτοφανή κρίση που συγκλονίζει τον συνασπισμό του καγκελάριου Όλαφ Σολτς στο Βερολίνο. Με την σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι, να είναι μια ολέθρια δικαστική απόφαση που έθεσε υπό αμφισβήτηση τα σχέδια χρηματοδότησης της μεγαλύτερης οικονομίας της Ευρώπης.
Η εξέλιξη αυτή δεν θα μπορούσε να μην προκαλέσει μια μύχια ικανοποίηση στο ιταλικό οικονομικό επιτελείο. Οι Ιταλοί -και όχι μόνο- έχουν κουραστεί από τις γερμανικές διαλέξεις περί δημοσιονομικής σύνεσης και τώρα περισσότερο από ποτέ μπορούν να αισθανθούν την ειρωνεία της κατάστασης.
Και δεν υπάρχει πιο τρανταχτή απόδειξη από τις ίδιες τις δηλώσεις των Ιταλών αξιωματούχων και ακαδημαϊκών. «Το παραδέχομαι – δεν θα μπορούσα να μην αισθανθώ δικαιωμένος», δήλωσε στο Bloomberg χαρακτηριστικά ο Carlo Alberto Carnevale Maffe, καθηγητής διοίκησης επιχειρήσεων στο Πανεπιστήμιο Bocconi του Μιλάνου. «Και οι Γερμανοί κάνουν λάθη».
Η Ιταλία, που είναι στην συνείδηση όλων άρρητκα συνδεδεμένη με το πολιτικό χάος, απολαμβάνει μια σχετική σταθερότητα, καθώς η Μελόνι κρατάει σε τάξη τον πολυδιασπασμένο κατά τα άλλα συνασπισμό της. Εξάλλου ήταν τεράστια η ανακούφιση στην ιταλική κυβέρνηση που έφερε η απόφαση της Moody’s να αφαιρέσει την απειλή υποβάθμισης των ιταλικών ομολόγων στην κατηγορία… σκουπίδια (junk) και να αναβαθμίσει συγχρόνως το outlook τους σε σταθερό από αρνητικό.
Η πανωλεθρία της Γερμανίας
Η αντίθεση με τη Γερμανία είναι εντυπωσιακή, καθώς η συμμαχία του Σολτς υποφέρει από μια πρωτοφανή κρίση. Ένα έκτακτο πάγωμα των δαπανών είναι σε ισχύ μετά την απόφαση του ανώτατου δικαστηρίου της Καρλσρούης που έθεσε υπό αμφισβήτηση τη στρατηγική του Βερολίνου για τα δημόσια οικονομικά, η οποία προβλέπει δαπάνες με τη χρήση ειδικών κονδυλίων που δεν αποτελούν μέρος του ομοσπονδιακού προϋπολογισμού.
Ενώ οι μοίρες των ευρωπαϊκών οικονομιών είναι αλληλένδετες, η Γερμανία ήδη περνούσε δύσκολες στιγμές, αφού η θεραπεία σοκ για τον απεξάρτησή της από το ρωσικό φυσικό αέριο σε συνδυασμό με την καθοδηγούμενη από την Κίνα πτώση της παγκόσμιας ζήτησης, ανέκοψαν την ανάπτυξη. Η Bundesbank εκτιμά ότι η ύφεση είναι πιθανώς σε εξέλιξη.
Η δυσπραγία της Γερμανίας θυμίζει μια προηγούμενη εποχή, όταν κέρδισε τη φήμη του «μεγάλου ασθενή» της περιοχής. Οι προβλέψεις της ΕΕ την περασμένη εβδομάδα επιβεβαίωσαν ότι μια πτυχή αυτού μπορεί να αποδειχθεί αληθινή: το τρέχον έτος είναι πιθανό να είναι το πρώτο από το 2003 που η οικονομία της Ιταλίας αναπτύχθηκε και η οικονομία της Γερμανίας όχι.
Η ειρωνεία
Μια μόνιμη ειρωνεία της δημοσιονομικής δυσπραγίας του Βερολίνου θα μπορούσε να είναι ένα παρατεταμένο χτύπημα στην ανάπτυξη, ακριβώς την στιγμή που η Ιταλία επωφελείται από μια ολόκληρη σειρά επενδύσεων χάρη στα κονδύλια ανάκαμψης της ΕΕ που θα βοηθήσουν στην προώθηση της επέκτασης το επόμενο έτος.
«Η Γερμανία είναι πιθανό να αντιμετωπίσει έναν περιορισμό των δαπανών», λέει ο Erik Nielsen, επικεφαλής οικονομικός σύμβουλος της Unicredit, ο οποίος περιγράφει την απόφαση του δικαστηρίου ως «καταστροφή» που θα αναγκάσει την κυβέρνηση σε σκληρές επιλογές για τον περιορισμό των ελλειμμάτων.
«Ας μην σκεφτόμαστε πως θα βγουν και θα κόψουν τις συντάξεις ή θα απολύσουν ανθρώπους στο δημόσιο τομέα από τη μια μέρα στην άλλη», δήλωσε στην τηλεόραση του Bloomberg. «Θα περικόψουν όσα μπορούν – κι αυτό δεν είναι άλλο από τις επενδύσεις. Αυτό έχει μακροπρόθεσμο αρνητικό αντίκτυπο».
Κρατάει χρόνια αυτή η αντιπαλότητα
Η αντιπαράθεση των δύο χωρών αυτή την εβδομάδα υπογραμμίζει τη δύσκολη σχέση τους τις προηγούμενες δεκαετίες. Οι Γερμανοί αξιωματούχοι αντιδρούσαν στην προοπτική ένταξης της Ιταλίας στο ευρώ τη δεκαετία του 1990, ανησυχώντας ότι τα ασθενέστερα δημόσια οικονομικά της και η ανοχή της στον πληθωρισμό θα υπονόμευαν το νεοσύστατο τότε νόμισμα.
Προχωρώντας γρήγορα στο 2023, και ο κίνδυνος ότι μια νεοεκλεγμένη λαϊκιστική κυβέρνηση στη Ρώμη θα τολμούσε να τεντώσει τη δημοσιονομική θέση της χώρας, κράτησε την Ιταλία υπό τον έλεγχο των επενδυτών, όχι μόνο καθώς η οικονομία υπολείπεται των προβλέψεων.
Η Μελόνι παρουσίασε έναν χαλαρότερο προϋπολογισμό τον Σεπτέμβριο για να ανταποκριθεί στις προεκλογικές δεσμεύσεις της και η διαφορά μεταξύ των αποδόσεων των ομολόγων της Ιταλίας και της Γερμανίας – ένα βασικό μέτρο κινδύνου στην περιοχή – διευρύνθηκε στις 210 μονάδες για πρώτη φορά από τον Ιανουάριο.
Τον τελευταίο μήνα, ωστόσο, διαδοχικοί οίκοι αξιολόγησης διατήρησαν σταθερές αξιολογήσεις για τη χώρα. Το πιο σημαντικό είναι ότι η Moody’s Investors Service, η οποία είχε θέσει την Ιταλία στα πρόθυρα της «σκουπιδοποίησης» λίγο πριν από την εκλογή της Μελόνι, αύξησε τις προοπτικές της σε σταθερές την περασμένη εβδομάδα.
Με το spread να αγγίζει ακόμη και κάτω από τις 170 μονάδες κάποια στιγμή την Τρίτη, η κυβέρνηση κατάφερε μετά από πολλές δυσκολίες και πολυετή αναμονή να προχωρήσει στην πώληση ενός μεριδίου ύψους 1 δισεκατομμυρίου δολαρίων στην Banca Monte Paschi di Siena SpA.
Ναι μεν, αλλά
Παρά τους πρόσφατους θριάμβους της Μελόνι, η Ιταλία παραμένει μια οικονομία που χρειάζεται επειγόντως επισκευή. Το χρέος της, περίπου στο 140% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος, είναι το δεύτερο στη ζώνη του ευρώ μετά την Ελλάδα και το έλλειμμά της παραμένει πολύ πάνω από το όριο του 3% της ΕΕ.
Είναι η δημοσιονομική ισχύς της Γερμανίας -το βάρος του χρέους της χώρας είναι λιγότερο από το μισό του ιταλικού- που στηρίζει την εμπιστοσύνη στην ικανότητα της περιοχής να αντιμετωπίσει τους κραδασμούς.
Την Τρίτη, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή χαρακτήρισε την Ιταλία μαζί με τη Γερμανία ως «μη πλήρως συμμορφούμενη με τους δημοσιονομικούς κανόνες της ΕΕ», γεγονός που έθεσε τη Γαλλία σε μια ακόμη πιο άσχημη κατηγορία, καθώς κινδυνεύει να αθετήσει εντελώς τις οδηγίες της.
Μπορεί οι Ιταλοί αξιωματούχοι να απολαμβάνουν και πάλι τη στιγμή που δεν είναι η χειρότερη επίδοση, αλλά οι Βρυξέλλες εξακολουθούν να εκτιμούν ότι η υποκείμενη κατάστασή τους είναι δύσκολη.
Πηγή: ΟΤ