Αν έπρεπε να μπει ένας τίτλος στη ζωή και το έργο της Μαρίας Κάλλας αυτός δεν θα μπορούσε να είναι άλλος από τα λόγια που η ίδια είχε τραγουδήσει περήφανα και σπαραχτικά ως Φλόρια Τόσκα: «Vissi d’ arte, vissi d’ amore» (Έζησα για τη τέχνη μου, έζησα για την αγάπη).
Κι αυτό γιατί ως γυναίκα αλλά και ως καλλιτέχνης η Μαρία Άννα Σοφία Καικιλία Καλογεροπούλου, όπως ήταν το πραγματικό όνομα της, εξέλιξε τα ταλέντα της, απόλαυσε τη καθημερινότητα της και ξεπέρασε τις κρίσεις της σε προσωπικό και επαγγελματικό επίπεδο σαν μια πραγματική πριμαντόνα. Γεμάτη αντιθέσεις, με ορδές θαυμαστών στα πόδια της, αλλά συνήθως στα γόνατα για κάποιον ανεκπλήρωτο έρωτα, δούλεψε τον εαυτό της με το ίδιο πείσμα που τελειοποίησε το χάρισμα της, πετυχαίνοντας να μεταμορφωθεί από ασχημόπαπο σε κύκνο, από ντροπαλή κόρη Ελλήνων μεταναστών στη κορυφαία τραγωδό του 20ου αιώνα.
Έτος Μαρία Κάλλας
Στις 3 Δεκεμβρίου, μια ημέρα μετά τη συμπλήρωση 100 χρόνων από τη γέννηση της, η φωνή της και οι άριες που ερμήνευσε θα ζωντανέψουν στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών από δυο καλλιτέχνες με εξαιρετικές φωνητικές δυνατότητες, την Ερμονέλα Γιάχο και τον Τσαρλς Καστρονόβο. Την ίδια μέρα αργότερα θα εγκαινιαστεί στο φουαγιέ της Αίθουσας Χρήστος Λαμπράκης η έκθεση «Καληνύχτα, σας αγαπώ» η οποία βασίζεται σε προσωπικά αντικείμενα – ενθυμήματα της, ταυτόχρονα με την προβολή σε επιλεγμένους κινηματογράφους στην Ελλάδα και την Κύπρο η θρυλική παράσταση «Callas – Paris, 1958» που έδωσε για μια μόνο βραδιά τον Δεκέμβριο του 1958 στη γαλλική πρωτεύουσα.
Ίσως μια ολοκληρωμένη περιγραφή του ποικιλόμορφου ταλέντου της Μαρία Κάλλας, η οποία αν ζούσε σήμερα θα ήταν 100 χρονών, προσέφερε στο παρελθόν ο Σκοτ Έρικ Σμιθ όταν έγραψε ότι επρόκειτο για «μια από τις μεγαλύτερες και πιο πολύπλευρες τραγουδίστριες της πρόσφατης ιστορίας. Τραγούδησε μια απίστευτη ποικιλία ρόλων, από Ρίχαρντ Βάγκνερ μέχρι ελαφρά coloratura από high soprano μέχρι mezzo. Όμως δεν είναι μόνο το φάσμα των ρόλων που μπορούσε να τραγουδήσει, αλλά επίσης και ο τρόπος που τραγουδούσε που την έκαναν ξεχωριστή… Είχε ακόμα τη δυνατότητα να υποδύεται ρόλους, κάτι σπάνιο ακόμη και σήμερα για τους τραγουδιστές όπερας. Ήταν απόλαυση να την ακούς και να την παρακολουθείς».
Ο θαυμασμός και η ανασφάλεια
Οι ανάλογου ύφους διθυραμβικές κριτικές που αποκόμισε στη καριέρα της, την έκαναν κάποτε να δηλώσει ότι δίχως αμφιβολία είναι ο αυστηρότερος κριτής του εαυτού της. Σε συνέντευξη που έδωσε το 1961 στον Άγγλο μουσικοκριτικό Ντέρεκ Προύς εξήγησε ότι «όσο περνούν τα χρόνια γίνεσαι περισσότερο απαιτητικός. Όταν είσαι νέος και βρίσκεσαι στο κατώφλι μιας καριέρας, εμπιστεύεσαι απόλυτα τον εαυτό σου… αλλά μέσα στον κόσμο της μουσικής όπου ζω, ανακάλυψα ότι όσο περισσότερα μαθαίνεις, τόσο συνειδητοποιείς πόσα λίγα ξέρεις… Μου έχει συμβεί κάποτε να γυρίσω σπίτι ύστερα από μια παράσταση, κι ενώ είχα καταχειροκροτηθεί να αρχίσω να κλαίω πικρά, γιατί δεν είχα κατορθώσει, το ήξερα, να υπηρετήσω τις προθέσεις του συνθέτη έτσι όπως τις ένιωθα». Δυνατή στα λόγια, έντονη στα συναισθήματα, σαρωτική στη μουσική.
Τι είναι όμως αυτό γύρω από τη Μαρία Κάλλας, που συνεχίζει να μας μαγεύει 46 χρόνια από το θάνατο της σε ηλικία 53 ετών στο Παρίσι το 1977; Για τους ειδικούς της όπερας η απάντηση βρίσκεται στην οδύνη που ποτίζει τις ηχογραφήσεις της, η οποία κάνει ακόμα και σήμερα όλες τις άλλες συναδέλφους της να φαίνονται σαν κακές απομιμήσεις. Η τεχνική της ήταν εντελώς παράδοξη, τόσο ως αποτέλεσμα της διάθεσης της, όσο και ως γνώση. Όπως και να ‘χει δημιουργούσε ακουστική μαγεία. Αν η αναγνώριση της τέχνης της από κριτικούς και κοινό της απέδωσε δικαίως εύσημα, η λάμψη της ζωής της υπήρξε διογκωμένη.
Οι… Πυγμαλίωνες
Γεννημένη στη Νέα Υόρκη στις 4 Δεκεμβρίου του 1923 από τον Γεώργιο και την Ευαγγελία Καλογεροπούλου επέστρεψε στα πάτρια εδάφη της Ελλάδας στα 14 της χρόνια για να μπει σε σχολή μουσικής της Αθήνας. Ξεκίνησε τη καριέρα της ως μια υπέρβαρη γυναίκα, αδέξια στη σκηνή και ανασφαλής στη μουσική της κατεύθυνση, όπως αναφέρεται στη βιογραφία της με τίτλο «La Diva Μαρία Κάλλας» από τις εκδόσεις Ανατολικός. Στη συνέχεια, με μεγάλο πείσμα έχασε 30 κιλά και μεταμορφώθηκε σε μια κομψή, όμορφη και χαρισματική ηθοποιό – μουσικό, έναν μύθο.
Υπήρξαν μόνο δύο άντρες στη ζωή της, Πυγμαλίωνες της ο καθείς με τον τρόπο του και τη στάση που κράτησαν απέναντι στη δυναμική όσο και εύθραυστη μουσικό. Ο πρώτος ήταν ο σύζυγος της Τζοβάννι Μπατίστα Μενεγκίνι, 20 χρόνια μεγαλύτερος της, που την προστάτευε σαν πατέρας και ανέθρεψε την καριέρα της.
Ο Ωνάσης, η Τζάκι και ο χωρισμός
Η δεύτερη ωστόσο σημαίνουσα ανδρική παρουσία στη ζωή της –για τους περισσότερους ο καταλυτικός έρωτας, που είχε για την ίδια τη γεύση του πανικού και όχι τη γαλήνη της αγάπης – ήταν αυτή του Έλληνα κροίσου Αριστοτέλη Ωνάση, ο οποίος τη δελέασε με υποσχέσεις πλούτου και γάμου για να την απορρίψει αργότερα δημόσια για τα μάτια της διάσημης χήρας Τζάκι Κένεντι. «Γιατί να παντρευτώ; Δώστε μου έναν καλό λόγο για να παντρευτώ. Η ασφάλεια να τον έχω πάντα δικό μου; Δεν θέλω έναν άνδρα συνέχεια δίπλα μου. Ο φόβος να μην τον χάσω από κάποια άλλη; Τόσο ο άνδρας όσο και η γυναίκα έχουν το δικαίωμα να ερωτευτούν κάποιον άλλον. Δεν υπάρχουν αλυσίδες στην αγάπη», είχε πει χαρακτηριστικά η ντίβα της όπερας σε συνέντευξη της στην Μπάρμπαρα Γουόλτερς που όμως σταμάτησε να τραγουδάει όταν μεταξύ τους επήλθε ο χωρισμός.
Συγκεκριμένα, εκείνη την περίοδο απέκτησε πρόβλημα υγείας στο λαιμό της, με αποτέλεσμα η φωνή της να απωλέσει τη ξεχωριστή της ποιότητα. Η ίδια βυθισμένη στο προσωπικό της δράμα αμέλησε να φροντίσει όπως έπρεπε τη θεραπεία της. Μετά το γάμο του Έλληνα Κροίσου με τη πρώην Πρώτη Κυρία των ΗΠΑ, η Μαρία Κάλλας κατέρρευσε κυριολεκτικά και μεταφορικά. Οι μεμονωμένες και σποραδικές προσπάθειες της να ασχοληθεί εκ νέου σοβαρά με τη καριέρα της κρίθηκαν ανεπιτυχής. Έγιναν υπό τη πίεση της διεθνούς κοινής γνώμης, κι όχι από απαίτηση καρδιάς. Η ζωή έχασε κάθε νόημα και η Μαρία Κάλλας έσβησε μόνη από καρδιακή προσβολή στο διαμέρισμα της στο Παρίσι στις 16 Σεπτεμβρίου του 1977. Ένας δραματικός επίλογος για μια λαμπρή Ελληνίδα μουσικό, αντάξια των ηρωίδων που τόσο πιστά υπηρέτησε στην όπερα, χαρίζοντας άπαντες ακόμη και σήμερα στιγμές υψηλής μουσικής εφορίας.