H αιφνίδια απώλεια γεύσης και όσφρησης στα χρόνια του κορωνοϊού αποτέλεσε ένα ξεχωριστό κεφάλαιο αγωνίας για τους ασθενείς που νόσησαν – και συνεχίζουν να νοσούν – από τον SARS-CoV-2. Μάλιστα, εκείνοι που το βίωσαν ή το βιώνουν έως και σήμερα επιμένουν πως ο πανδημικός ιός είναι «κλέφτης» της απόλαυσης που προσφέρει το φαγητό ή της ευοσμίας που αναδίδουν τα φυτά, τα αρώματα, οι αγαπημένοι άλλοι…
Ευτυχώς όμως υπάρχουν και καλά νέα: νέα έρευνα δείχνει ότι η παρενέργεια αυτή υποχωρεί σε μεγάλο βαθμό τρία χρόνια μετά τη μόλυνση – εφόσον δεν έχει αποκατασταθεί νωρίτερα. Πιο συγκεκριμένα, ιταλοί ερευνητές έβαλαν στο… μικροσκόπιο τους 88 εθελοντές που έχασαν την αίσθηση της γεύσης και της όσφρησης στην αρχή της πανδημίας (δηλαδή κατά τη διάρκεια του Μαρτίου και του Απριλίου του 2020), έπειτα από ήπια νόσηση με τη λοίμωξη Covid-19.
Οπως διευκρινίζουν οι συντάκτες της ίδιας μελέτης, ως ήπια Covid ορίστηκε η ασθένεια χωρίς ενδείξεις νόσου του κατώτερου αναπνευστικού συστήματος, με τους ασθενείς που συμμετείχαν στην έρευνα να ήταν κατά μέσο όρο 49 ετών κατά την έναρξή της.
Παράλληλα όμως παρακολούθησαν επιπλέον 88 συνομηλίκους τους, οι οποίοι περιστασιακά αντιμετώπιζαν πρόβλημα με τη γεύση και την όσφρησή τους, παρότι δεν είχαν ποτέ θετικό αποτέλεσμα για Covid. Στο πλαίσιο αυτό, οι επιστήμονες υπέβαλαν τακτικά όλους τους συμμετέχοντες σε έλεγχο. Εξέταζαν δηλαδή περιοδικά την όσφρηση των εθελοντών με στικ που περιείχαν διαφορετικές μυρωδιές. Αντίστοιχα, εξέταζαν και τη γεύση με στικ που περιείχαν διαφορετικές γεύσεις.
«Στο τριετές τελικό σημείο της μελέτης, η οσφρητική δυσλειτουργία ήταν συγκρίσιμη μεταξύ των δύο ομάδων» ανέφερε η επιστημονική ομάδα που διεξήγαγε την έρευνα στις αρχές Νοεμβρίου στην επιστημονική επιθεώρηση «JAMA Otolaryngology – Head and Neck Surgery».
Κομβικό χρονικό σημείο τα τρία έτη
«Στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων, η απώλεια των αισθήσεων είναι αναστρέψιμη» διαβεβαιώνει ο επικεφαλής ερευνητής Dr. Paolo Boscolo-Rizzo, καθηγητής Ωτορινολαρυγγολογίας στο Πανεπιστήμιο της Τεργέστης. Προσθέτει εντούτοις πως ο πιο σημαντικός «σύμμαχος» των πασχόντων είναι η υπομονή. Αναλυτικότερα και σύμφωνα με τα ευρήματα, η ομάδα του Boscolo-Rizzo κατέληξε πως δεν υπάρχει «καμία σημαντική διαφορά» μεταξύ των ατόμων που είχαν υποστεί ήπια Covid και των ατόμων που δεν είχαν μολυνθεί από τον πανδημικό ιό αλλά βίωναν απώλεια της γεύσης (γευστική δυσλειτουργία) δύο και τρία χρόνια αργότερα. Και συνεπακόλουθα, διαπίστωσαν ότι η αποκατάσταση της αίσθησης συμβαίνει με την πάροδο του χρόνου.
Αντίστοιχα είναι τα αποτελέσματα και για την ανοσμία: Ενώ περίπου τα δύο τρίτα (64,8%) των ατόμων με ήπια Covid δήλωσαν ότι είχαν χάσει την αίσθηση της όσφρησης ή/και της γεύσης κατά τη στιγμή που αρρώστησαν, ο αριθμός αυτός μειώθηκε σε περίπου 32% έναν χρόνο αργότερα, στη συνέχεια σε 20,5% δύο χρόνια μετά τη μόλυνση και τέλος σε περίπου 16% τρία χρόνια αργότερα.
Είναι αξιοσημείωτο, δε, πως το τελευταίο ποσοστό διαφέρει ελάχιστα εάν συγκριθεί με την ομάδα των ατόμων που δεν είχαν ποτέ βρεθεί θετικοί στην Covid-19, σημειώνουν οι οι ερευνητές. Και προσθέτουν με νόημα, απευθυνόμενοι σε όσους έχουν νοσήσει από τον SARS-CoV-2 και έκτοτε έχουν χάσει την αίσθηση της γεύσης ή της όσφρησης, πως θα ανακάμψουν, δεδομένου ότι η αποκατάσταση φαίνεται να συνεχίζεται ακόμα και τρία χρόνια μετά την αρχική μόλυνση. Είναι ενδεικτικό ότι συνολικά μόνο το 10% των συμμετεχόντων εξακολουθούσαν να έχουν διαταραγμένες αισθήσεις τρία χρόνια μετά το θετικό αποτέλεσμα. Εν τω μεταξύ, με τα νέα στελέχη του κορωνοϊού που κυκλοφορούν σήμερα στην κοινότητα καταγράφονται ολοένα και λιγότερα άτομα με αυτές τις διαταραχές. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν ακόμη περιστατικά» σχολίασε ο Dr. Fernando Carnavali, αναπληρωτής καθηγητής Γενικής Ιατρικής στην Ιατρική Σχολή Icahn, στη Νέα Υόρκη, ο οποίος σημειώνεται πως δεν συμμετείχε στην έρευνα.
Και πρόσθεσε ότι σε κάθε περίπτωση «η διαταραχή αυτή έχει σημαντικό ψυχολογικό αντίκτυπο.
Είχα μια ασθενή η οποία έκλαιγε στο ιατρείο μου επειδή η αδυναμία της να μυρίσει την εμπόδιζε να μαγειρέψει. Η ζωή χωρίς όσφρηση και γεύση δεν είναι εύκολη, και καλό είναι οι πάσχοντες, οι οποίοι δυσκολεύονται, να λαμβάνουν υποστήριξη από έναν ειδικό».