«Όχι με έναν κρότο, αλλά με ένα λυγμό», κάπως έτσι περιγράφει ο Τ.Σ. Έλιοτ το τέλος του κόσμου. Ωστόσο μέχρι τώρα ποίημα για το τέλος του ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει γραφτεί.
Άλλωστε, τυπικά ο ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθεί να υπάρχει. Διατηρεί μάλιστα το οριακό προβάδισμα έναντι του ΠΑΣΟΚ ως προς τον αριθμό των βουλευτών ώστε να παραμένει η αξιωματική αντιπολίτευση.
Όμως, όλοι αντιλαμβανόμαστε ότι πια μιλάμε για μια νέα κατάσταση, καθώς πλέον είχαμε την αποχώρηση των βουλευτών γύρω από την Έφη Αχτσιόγλου και τον Αλέξη Χαρίτση, ουσιαστικά των βουλευτών που μέχρι και την εσωκομματική κρίση στον ΣΥΡΙΖΑ ήταν σε γενικές γραμμές τμήμα της πλειοψηφίας του κόμματος, σε αντιδιαστολή με τον Ευκλείδη Τσακαλώτο και την ομάδα της «Ομπρέλας» που από καιρό αυτοτοποθετούνταν στην αριστερή πτέρυγα του κόμματος και που επίσης αποχώρησαν.
Η διεκδίκηση συνέχειας με τον ΣΥΡΙΖΑ και η ουσιαστική αμηχανία
Η δήλωσή τους διεκδικεί τη συνέχεια με τον ΣΥΡΙΖΑ και την κυβερνητική του θητεία, επιμένει στην κεντρική γραμμή του ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή το αίτημα συσπείρωσης της Κεντροαριστεράς, της Αριστεράς και της Οικολογίας με στόχο τη διακυβέρνηση της χώρας.
Όμως, την ίδια στιγμή είναι εμφανής η πολιτική αμηχανία καθώς δεν είναι εύκολο να διατυπωθούν τέτοιες φιλοδοξίες για ένα ρεύμα που αυτή τη στιγμή οριακά θα έχει 11 βουλευτές στο κοινοβούλιο – και αυτές μέσα από τη συνεργασία με την Ομπρέλα.
Αμηχανία που αντανακλά δύο βασικά δεδομένα. Το πρώτο ότι το μεγαλύτερο μέρος αυτής της ομάδας, που αποχώρησε σήμερα δεν έχει μάθει επί της ουσίας να κάνει πολιτική παρά μόνο στο πλαίσιο ενός σχετικά μεγάλου ΣΥΡΙΖΑ, όπως ήταν μετά το 2012, δηλαδή ενός κόμματος που μπορούσε να έχει κυβερνητικές αξιώσεις. Προφανώς και ορισμένα μέλη της ομάδας, π.χ. η Θεανώ Φωτίου, έχουν αναμνήσεις και από πιο… άνυδρες περιόδους για την ανανεωτική αριστερά, όμως κατά κύριο λόγο έμαθαν να κάνουν πολιτική εξ ονόματος ενός μαζικού κόμματος και όχι ενός πεπερασμένου ρεύματος.
Το δεύτερο είναι ότι σε μεγάλο βαθμό η πλειοψηφία του ΣΥΡΙΖΑ θα εξακολουθήσει να ελέγχει τη χρηματοδότηση του κόμματος και το μεγαλύτερο μέρος των υποδομών του, από τα κτίρια μέχρι τα κομματικά ΜΜΕ όπως είναι ο Ρ/Σ Στο Κόκκινο, η εφημερίδα Αυγή, η ιστοσελίδα left.gr. Αυτό σημαίνει ότι το νέο ρεύμα θα πρέπει να δώσει μάχη ώστε να μπορέσει να αποκτήσει έναν πανελλαδικό οργανωτικό ιστό και όρους δημόσιας παρουσίας.
Αντίστοιχα, μένει να δούμε εάν και σε ποιο βαθμό θα μπορέσουν να κερδίσουν μέρος από τις συνδικαλιστικές εκπροσωπήσεις του ΣΥΡΙΖΑ και εάν το γεγονός ότι η νεολαία του κόμματος δείχνει να συμπαρατάσσεται μαζί τους θα σημαίνει ότι θα αποκτήσουν γείωση σε αυτή την κρίσιμη κατηγορία, που π.χ. μετά το 2006 έδωσε σημαντική ώθηση στον ΣΥΡΙΖΑ στα πρώτα του τότε βήματα.
Η αμηχανία αυτή δεν οφείλεται μόνο στην ταχύτητα των αλλαγών που έγιναν στο κόμμα μετά την παραίτηση του Αλέξη Τσίπρα και την ταχύτατη ανάδειξη του Στέφανου Κασσελάκη, ενός ανθρώπου που δεν προέρχεται από την Αριστερά και μέχρι περίπου τη διαδικασία εκλογής προέδρου δεν ήταν καν μέλος ΣΥΡΙΖΑ. Ήταν εμφανής ήδη από τη στιγμή που στην προεκλογική εκστρατεία του περασμένου Μαΐου δεν καταγραφόταν η αναμενόμενη κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ, με αποκορύφωμα τις εκλογές όπου το εκλογικό αποτέλεσμα του ΣΥΡΙΖΑ μόνο ως συντριβή μπορεί να περιγραφεί.
Αυτό, άλλωστε, είναι το παράδοξο ολόκληρης της εσωκομματικής διεργασίας στον ΣΥΡΙΖΑ από τις εκλογές του Μαΐου – Ιουνίου και μετά. Και αυτό γιατί είναι μια διεργασία στο βάρος μιας ήττας που ακόμη δεν έχει αποτιμηθεί πραγματικά και όπου τόσο η νέα ηγεσία όσο και οι αυτοί που σήμερα αποχωρούν μιλούσαν ως να μπορεί να συνεχιστεί ή να επαναληφθεί το «πείραμα ΣΥΡΙΖΑ» την ώρα που αυτό δείχνει να κλείνει τον ιστορικό του κύκλο έστω και χωρίς να μπορεί να διαφανεί η διάδοχη κατάσταση.
Και μπορεί να υπάρχει ένα «στενό» δυναμικό γύρω από τον ΣΥΡΙΖΑ στο οποίο όλα αυτά να είναι σημαντικά, δηλαδή να παρακολουθούν ενεργά στις εξελίξεις, να παίρνουν θέση, να χαίρονται, οργίζονται ή θρηνούν αναλόγως της εσωκομματικής τοποθέτησης, όμως για το μεγαλύτερο μέρος της εκλογικής επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ, αυτό τον μεγάλο όγκο ανθρώπων που προσέγγισε το 2012 ή ακόμη και το 2015, χωρίς «ιστορικούς» δεσμούς με την Αριστερά και έκτοτε σταδιακά φυλλοροεί (το 31% του 2019 ίσως να ήταν και κάπως παραπλανητικό καθώς ένα μέρος της συσπείρωσης ήταν από αριστερό δυναμικό), όλα αυτά απλώς οδηγούν σε ακόμη μεγαλύτερη απόσταση από τον ΣΥΡΙΖΑ, όπως αποτυπώνεται και στη διαρκή δημοσκοπική υποχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ που πλέον παίρνει μικρότερο ποσοστό από το ΠΑΣΟΚ.
Η αμηχανία αυτή έχει πρωτίστως στρατηγικό χαρακτήρα. Και αυτό γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ ήδη από το 2015 σε μεγάλο βαθμό δεν παράγει στρατηγική. Η διαχείριση του Τρίτου Μνημονίου δεν μπορεί να θεωρηθεί στρατηγική τοποθέτηση, ακόμη και εάν δεχτεί κανείς ότι έγινε προσπάθεια κάποιες πολιτικές να είναι κοινωνικό πρόσωπο. Η αντιπολίτευση στην κυβέρνηση Μητσοτάκη στην περίοδο 2019-2023 παρά τις ρητορικές εξάρσεις ήταν σε μεγάλο βαθμό όχι ιδιαίτερα σκληρή και σίγουρα δεν είχε τον χαρακτήρα της συνολικής αντιπρότασης. Η διεύρυνση στην Κεντροαριστερά θεωρήθηκε αυτοσκοπός και σίγουρα πιο σημαντική από την παραγωγή προγράμματος και η μετατόπιση από τη «ριζοσπαστική αριστερά» στην «προοδευτική παράταξη» έγινε στην πράξη, χωρίς να υποστηριχτεί με στρατηγική ή θεωρητικά στοιχεία.
Όλα αυτά αποτυπώνονταν και στην απουσία στίγματος και στην απώλεια κοινωνικών στηριγμάτων, συμπεριλαμβανομένων των πιο λαϊκών και «πληβειακών», εάν δούμε και τη γεωγραφική κατανομή των απωλειών του ΣΥΡΙΖΑ στις τελευταίες εκλογές. Απωλειών που δημοσκοπικά επιτείνονται από την φθορά της εσωκομματικής σύγκρουσης.
Ένα νέο και αχαρτογράφητο τοπίο
Η πλειοψηφία του ΣΥΡΙΖΑ, τουλάχιστον στο επίπεδο συμμετεχόντων στην εσωκομμματική διαδικασία εκλογής και βεβαίως στο επίπεδο της κοινοβουλευτικής ομάδας, δείχνει να θεωρεί ότι βρήκε τη λύση στην ιδιότυπη εκδοχή μεταπολιτικού και μετα-αριστερού λαϊκισμού του Στέφανου Κασσελάκη, που όμως μέχρι τώρα δεν έχει καταφέρει να δώσει δυναμική στο κόμμα του, εάν κρίνουμε από το ότι διατηρεί χαμηλή δημοφιλία.
Το κομμάτι που αποχώρησε επίσης μέχρι τώρα δεν έχει δείξει κάποιο δείγμα γραφής ως προς το φαντάζεται μια διαδικασία και μια πρακτική για να μπορέσει αυτό που ορίζουν ως Αριστερά να αποκτήσει ξανά μια πλειοψηφική απεύθυνση.
Όμως, χωρίς αυτό κινδυνεύουν να μείνουν στα στενά όρια μιας «ομάδας πίεσης».
Σε κάθε περίπτωση, είναι σαφές ότι ήδη από καιρό είμαστε μια σε μια νέα και αχαρτογράφητη ακόμη κατάσταση ως προς τον χώρο αριστερότερα του Κέντρου, τον χώρο που παραδοσιακά είχε το ΠΑΣΟΚ και που μετά το 2012 διεκδίκησε και για καιρό κατείχε ο ΣΥΡΙΖΑ. Για πρώτη φορά σε αυτό τον χώρο δεν υπάρχει «μεγάλο κόμμα», αλλά ένα σύνολο κομμάτων, την ώρα που ο μόνος χώρος με σταθερή ενίσχυση είναι το ΚΚΕ. Και είναι πολύ πιθανό οι ευρωεκλογές να επικυρώσουν αυτή τη συνθήκη. Σχέδια – τα περισσότερα επί χάρτου – θα υπάρξουν αρκετά, όμως το κρίσιμο ερώτημα είναι εάν θα υπάρξει εάν κάποιο από αυτά θα αποκτήσει την κοινωνική γείωση και δυναμική ώστε να επανεκκινήσει ουσιαστικά τη διαδικασία ανασύνθεσης αυτού του ευρύτερου χώρου.