Οταν, στις αρχές Ιουλίου, ο Φρανκ Ρούτε ανακοίνωνε την παραίτησή του, επικαλούνταν ως βασική αιτία την ασυμφωνία με τους κυβερνητικούς εταίρους του στο ζήτημα του μεταναστευτικού και του ασύλου. Πρακτικά, ορισμένα από τα κόμματα με τα οποία συνεργαζόταν το VVD (Λαϊκό Κόμμα για την Ελευθερία και τη Δημοκρατία) δεν δέχονταν την απόφασή του να αυστηροποιήσει περαιτέρω το καθεστώς για τους μετανάστες και τους πρόσφυγες, καθιστώντας πιο δύσκολη την παραμονή τους στη χώρα και σαφώς πιο εύκολη την απέλασή τους.
Από την πλευρά της, η διάδοχος του Ρούτε στην ηγεσία του VVD – η οποία ξεκίνησε από τις τάξεις του Σοσιαλιστικού Κόμματος, ενώ δηλώνει «εργασιομανής» – ακολούθησε ακριβώς στην ίδια γραμμή, πιστεύοντας ότι θα την οδηγήσει στην επιτυχία στις σημερινές πρόωρες εκλογές. Κι αυτό παρά το γεγονός ότι η Ντιλάν Γεσιλγκιόζ, η νυν υπουργός Δικαιοσύνης η οποία φιλοδοξεί να γίνει η πρώτη γυναίκα πρωθυπουργός της Ολλανδίας, είναι και η ίδια μετανάστρια που γεννήθηκε πριν από 46 χρόνια στην Αγκυρα και βρέθηκε στη χώρα ως παιδί, με μητέρα Τουρκάλα και πατέρα Κούρδο.
Τι σχεδιάζει;
«Υπάρχει μια εισροή πάρα πολλών ανθρώπων, όχι μόνο εκείνων που αναζητούν άσυλο, αλλά και μεταναστών εργατών και ξένων σπουδαστών, κάτι που σημαίνει πως δεν έχουμε τη δυνατότητα να βοηθήσουμε τους πραγματικούς πρόσφυγες» δήλωσε πρόσφατα η ίδια. Δεν κρύβει μάλιστα ότι εφόσον αναλάβει την ηγεσία της επόμενης κυβέρνησης προτίθεται να θεσπίσει ένα σύστημα δύο σταδίων για την απονομή ασύλου, τη θέσπιση πιο αυστηρών κριτηρίων και την επιτάχυνση των διαδικασιών αξιολόγησης και επαναπατρισμού όσων οι αιτήσεις απορρίπτονται.
Μέχρι να διαπιστωθεί πάντως στην πράξη το τι ακριβώς σχεδιάζει στο συγκεκριμένο θέμα, η Γεσιλγκιόζ πρέπει πρώτα να περάσει τον κάβο των σημερινών εκλογών. Να αποδείξει δηλαδή ότι το μήνυμά της είναι ισχυρότερο και πιο ελκυστικό από εκείνα που εκπέμπουν τόσο η Ακροδεξιά – κυρίως το Κόμμα Ελευθερίας του Γκέερτ Βίλντερς, το οποίο δείχνει ιδιαίτερα απειλητικό – όσο και ο συνασπισμός του Εργατικού Κόμματος και των Πρασίνων, του οποίου ηγείται ένα «βαρύ» όνομα της ευρωπαϊκής πολιτικής σκηνής: ο μέχρι πρόσφατα αντιπρόεδρος της Κομισιόν, Φρανς Τίμερμανς, ο οποίος παραιτήθηκε για να επιστρέψει στην ολλανδική πολιτική σκηνή με έναν στόχο: να γίνει ο επόμενος πρωθυπουργός της χώρας του.
Τι λένε οι δημοσκοπήσεις
Σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις ωστόσο, ο πιο σημαντικός αντίπαλος για την ηγέτιδα του VVD δεν είναι ούτε ο Τίμερμανς ούτε ο Βίλντερς, αλλά ο Πίτερ Ομτσιγκτ. Ο άνθρωπος ο οποίος ίδρυσε μόλις πριν από τρεις μήνες το Νέο Κοινωνικό Συμβόλαιο, ένα κόμμα που τοποθετείται στον χώρο της Κεντροδεξιάς και φιλοδοξεί να μπει «σφήνα» στο υπάρχον πολιτικό σκηνικό. Μέχρι στιγμής δε, δείχνει να πετυχαίνει τον σκοπό του, καθώς εμφανίζεται να διεκδικεί ποσοστά και έδρες που συγκρίνονται με εκείνα των άλλων τριών – χωρίς να αποκλείεται ακόμα και η πρωτιά.
Δεν αποκλείεται πάντως ο Ομτσιγκτ να αποδειχθεί τελικώς το «κρυφό χαρτί» για τη Γεσιλγκιόζ. Κι αυτό διότι η ιδεολογική «συγγένεια» ανάμεσα στα δύο κόμματα, σε συνδυασμό με την ασάφεια που επικρατεί για το κατά πόσο ο ίδιος είναι διατεθειμένος να διεκδικήσει την πρωθυπουργία, ίσως της προσφέρει έναν πολύτιμο εταίρο στο μετεκλογικό παζάρι (αν και κάτι ανάλογο ισχύει και για τον Τίμερμανς).
Σε κάθε περίπτωση, είναι βέβαιο πως η διασφάλιση πλειοψηφίας στην 150μελή Βουλή για τον σχηματισμό κυβέρνησης θα απαιτήσει τη συνεργασία με περισσότερους από έναν εταίρους. Αλλωστε, θεωρείται πολύ δύσκολο, αν όχι απίθανο, κάποιο κόμμα να ξεπεράσει το 20% – ποσοστό που, με τη σειρά του, μεταφράζεται σε περίπου 30 έδρες, με βάση το σύστημα απλής αναλογικής που εφαρμόζεται σε πανεθνικό επίπεδο (και όχι σε περιφέρειες).
Αξίζει να σημειωθεί, τέλος, ότι τα πρώτα προγνωστικά για το αποτέλεσμα αναμένεται να γίνουν γνωστά κατά τις 10 ώρα Ελλάδας. Στην πράξη δε, στην Ολλανδία έχουν αποδειχθεί ιδιαίτερα αξιόπιστα – σε αντίθεση με το τι συμβαίνει σε άλλες χώρες.