Πώς διαχειρίζεστε τον ρόλο του Δημήτρη;
Στην προσέγγιση του συγκεκριμένο ρόλου, και ειδικά στη συμπεριφορά του προς τις κόρες του, με βοήθησε ότι θυμήθηκα τον καταπιεστικό πατέρα μιας συμμαθήτριάς μου στο Λύκειο. Από εκεί πήρα κάποια στοιχεία και, μαζί με τα υπόλοιπα εργαλεία της υποκριτικής τέχνης, άρχισα να αναζητώ τον άνθρωπο Δημήτρη. Γιατί είναι τόσο εγκλωβισμένος στα στερεότυπα και τις συντηρητικές απόψεις της εποχής του και πώς τον επηρεάζουν οι καταστάσεις που βιώνει. Σημαντικοί παράγοντες στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του ήταν ο συμβιβασμός στις επιθυμίες του δικού του πατέρα, η ατολμία του να αντιδράσει και το απωθημένο του ανεκπλήρωτου έρωτα με τη Μαρία. Αυτά τον επηρέασαν αρνητικά και τον μεταμόρφωσαν σε έναν άνθρωπο εγωιστή, σκληρό, άτεγκτο, αυστηρό, άκαμπτο και κακό ακροατή στις βαθιές επιθυμίες των παιδιών του.
Αλλά, όπως και στη ζωή, οι άνθρωποι δεν είναι μονοδιάστατοι. Ετσι, αφήνω και στον Δημήτρη να εμφανίζονται κάποιες συναισθηματικές χαραμάδες, ικανές να εκπλήξουν ακόμα και τον ίδιο. Το ενδιαφέρον με τις σειρές είναι ότι από το ένα επεισόδιο στο άλλο ανακαλύπτεις καινούργιες πλευρές του προσώπου που ερμηνεύεις.
Τα τελευταία χρόνια πολλές από τις επιτυχημένες σειρές της ελληνικής τηλεόρασης αναφέρονται σε ιστορίες περασμένων δεκαετιών. «Στέρεψε» ξαφνικά η μυθοπλασία από νέες ιδέες ή οι δημιουργοί βρίσκουν πρόσφορο έδαφος στη νοσταλγία;
Οι δημιουργοί πιστεύω ότι βρήκαν πρόσφορο έδαφος στον κήπο της νοσταλγίας και καλλιέργησαν όμορφα λουλούδια! Τα καλογραμμένα σενάρια με κοινωνικές και ψυχολογικές προεκτάσεις, οι καλές σκηνοθεσίες και οι υψηλού επιπέδου ερμηνείες των ηθοποιών που συμμετέχουν αναβάθμισαν κατά πολύ τις ελληνικές σειρές τα τελευταία χρόνια. Η αίσθησή μου είναι ότι οι σεναριογράφοι επέλεξαν μέσα από παρελθοντικές ιστορίες να θίξουν τις διαχρονικές παθογένειες και δυσλειτουργίες της κοινωνίας μας. Ηθελαν η επιστροφή της μυθοπλασίας να γίνει στον τόπο της νοσταλγίας, ώστε η μετάβαση από το προηγούμενο κυρίαρχο τηλεοπτικό είδος να γίνει ομαλά και έντεχνα. Κατάφεραν να προβληματίσουν και να υπενθυμίσουν στο κοινό ότι ναι μεν οι εποχές αλλάζουν, αλλά κάποιες νοοτροπίες και αντιλήψεις παραμένουν βαθιά ριζωμένες.
Οι τηλεθεατές ταυτίστηκαν, συνδέθηκαν, σκέφτηκαν, προβληματίστηκαν, αναρωτήθηκαν και κάποιοι, θέλω να πιστεύω, αναθεώρησαν τα κακώς κείμενα της ζωής τους. Αυτή η ανταπόκριση και η εμπιστοσύνη του κοινού, σύντομα, θα δώσει την ώθηση στους δημιουργούς ώστε να μιλήσουν εξίσου αιχμηρά και στο παρόν.
Στο βιογραφικό σας έχετε σημαντικές συνεργασίες κυρίως στον κινηματογράφο με δημιουργούς όπως ο Γιώργος Λάνθιμος και ο Γιάννης Οικονομίδης. Τι κρατάτε από την κοινή σας συνύπαρξη;
Θεωρώ τον εαυτό μου πολύ τυχερό που συνεργάστηκα με αυτούς τους δύο σκηνοθέτες που ο καθένας τους, μέσα από το δικό του προσωπικό ύφος, έφερε μια νέα ματιά. Και οι δύο έχουν ταλέντο και μεγάλη προσήλωση στη δουλειά τους. Η συνάντηση και η συνεργασία μαζί τους ήταν για εμένα ένα μεταπτυχιακό στην υποκριτική. Στις πρόβες, που αγαπούν και οι δύο, δεν αντιμετωπίζουν τον ηθοποιό ως ένα απλό εργαλείο αλλά σαν συν-δημιουργό στη μεταμόρφωσή σου σε έναν άλλον, που θέλεις να τον γνωρίσεις και να συνυπάρξεις μαζί του για μια περίοδο. Είναι οι σκηνοθέτες-δάσκαλοι που τους οφείλω πολλά για την υποκριτική μου εξέλιξη μπροστά στην κάμερα.
Είναι πρόκληση για εσάς, από δουλειές όπου πρωτεύει το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα να βρίσκεστε σε άλλες, στην τηλεόραση, όπου υπάρχει πάντα ένα εμπορικό πρόσημο;
Κάθε ρόλος που καλούμαι να παίξω είναι από μόνος του μια μεγάλη πρόκληση. Δεν διαχωρίζω αν είναι θεατρικός, κινηματογραφικός ή τηλεοπτικός. Οσο «ζω» μαζί του, αγαπώ τα λάθη, τα πάθη, τις αδυναμίες του, τα καλά και τα κακά του. Και στο παρελθόν είχα κάποιες εμφανίσεις σε σειρές, αλλά τώρα με την επιστροφή της καλής μυθοπλασίας χαίρομαι πιο πολύ που συμμετέχω σε αυτό που συμβαίνει.
Μια τηλεοπτική σειρά μπορεί να προσφέρει ψυχαγωγία και συντροφιά σε μοναχικά άτομα, σε νοσηλευόμενους, σε ηλικιωμένους, σε κατοίκους απομακρυσμένων περιοχών, με έναν τρόπο δηλαδή επιτελεί λειτούργημα. Η φράση «σάς έχουμε παρέα» που μου λένε συχνά οι θεατές που συναντώ δείχνει μια πολύ συγκινητική σύνδεση που έχουμε αναπτύξει μαζί τους. Μας νιώθουν σαν δικούς τους ανθρώπους. Χαίρονται με τις χαρές μας και λυπούνται με τις λύπες μας.