Η θεαματική νίκη του ηγέτη του αντι-Ισλαμικού κόμματος “Partij voor de Vrijheid” («Κόμμα για την Ελευθερία», PVV) την Τετάρτη 22 Νοεμβρίου ταρακούνησε όχι μόνο τα ολλανδικά, αλλά και τα ευρωπαϊκά νερά.
Καταφέρνοντας να εκτοξεύσει τις έδρες του στο κοινοβούλιο στις 37, από 17 που διέθετε, κατάφερε αυτό το οποίο δεν έχουν δει τα περισσότερα κόμματα της Αριστεράς σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ, εδώ και αρκετές δεκαετίες.
Ενόψει των ευρωεκλογών του 2024, οι ψηφοφόροι δείχνουν να βρίσκουν πιο ελκυστικές τις λύσεις που προσφέρουν τα προγράμματα ακροδεξιών κομμάτων, παρά αριστερών.
Το τελευταίο «φτερούγισμα» των ριζοσπαστικών αριστερών κομμάτων σημειώθηκε τη δεκαετία του 2010 στη διάρκεια της κρίσης της Ευρωζώνης. Κόμματα όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, οι Podemos στην Ισπανία και το Αριστερό Μπλοκ κατάφεραν να ακουμπήσουν την εξουσία λόγω της κρίσης που χτύπησε τη χώρα τους. Αλλά, ο κόσμος τα εγκατέλειψε.
Γιατί όμως εκατομμύρια Ευρωπαίοι στρέφονται σήμερα στην ακροδεξιά και όχι στην Αριστερά.
Ερευνώντας τις πολιτικές ελίτ, τα αριστερά κόμματα και τη διεθνή πολιτική, ο πολιτικός επιστήμονας και υπότροφος στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης Βλάντιμιρ Μπόρτουν δίνει κάποιες ενδιαφέρουσες εξηγήσεις γιατί ο κόσμος γύρισε την πλάτη στα αριστερά σχήματα.
Ο ίδιος παραδέχεται ότι τα αριστερά κόμματα αξιοποίησαν τη λαϊκή δυσαρέσκεια με τα κυρίαρχα κόμματα και το κατεστημένο της ΕΕ, το οποίο επέβαλλε λιτότητα στα κράτη μέλη. Έτσι, στις ευρωεκλογές του 2014, η ομάδα της Αριστεράς εκτόξευσε τους ευρωβουλευτές της κατά 50%.
«Αλλά αυτές οι εκλογικές ανακαλύψεις δεν έβαλαν τέλος στη λιτότητα, ακόμη και στην Ελλάδα, τη μοναδική χώρα όπου η ριζοσπαστική αριστερά κατάφερε να έρθει πρώτη στις εκλογές» αναφέρει ο ίδιος σε ανάλυσή του στο The Conversation.
Ο πολιτικός επιστήμονες θυμίζει ότι «τον Ιούλιο του 2015, μετά από μόλις έξι μήνες στην εξουσία, η ελληνική κυβέρνηση υπό τον ΣΥΡΙΖΑ συμφώνησε σε περαιτέρω λιτότητα και ιδιωτικοποιήσεις με αντάλλαγμα μια νέα διάσωση από τους διεθνείς πιστωτές» έτσι «η ριζοσπαστική αριστερά απέτυχε να αμφισβητήσει σημαντικά τον «ενσωματωμένο νεοφιλελευθερισμό» της ΕΕ».
Αντίθετα, στα χρόνια που ακολούθησαν, και με τις νέες κρίσεις που κατακλύζουν την Ευρώπη (κορονοϊός, κόστος ζωής, πόλεμος), η ριζοσπαστική δεξιά ήταν ο κύριος ωφελούμενος της διάθεσης κατά του κατεστημένου.
Ένα βασικό δομικό πρόβλημα των Αριστερών
Ο σημαντικότερος ίσως λόγος για τον Μπόρτουν που η Αριστερά δεν κατάφερε να αμφισβητήσει σοβαρά το νεοφιλελεύθερο status quo είναι ότι εμφάνιζε διακρατικά περιορισμένη συνοχή και ο συντονισμό.
«Τουλάχιστον στα χαρτιά, η ριζοσπαστική αριστερά είναι η πιο διεθνιστική κομματική οικογένεια στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Η ίδια του η ύπαρξη πηγάζει από την κατανόηση ότι ο καπιταλισμός είναι ένα διεθνές σύστημα που δεν μπορεί να νικηθεί μόνο σε εθνική βάση» λέει ο Μπόρτουν.
Δύσκολο να υπάρξει ευρωπαϊκό «demos»
Παρατηρεί όμως το παράδοξο η ριζοσπαστική αριστερά να μην υπήρξε ποτέ καλή στη διακρατική κομματική συνεργασία σε επίπεδο ΕΕ.
Δεδομένου του διακρατικού χαρακτήρα της κρίσης της Ευρωζώνης και της διαχείρισής της με επίκεντρο τη λιτότητα, η ριζοσπαστική αριστερά είχε την ευκαιρία να βελτιώσει την υποτονική διακρατική της συνεργασία.
Παίρνοντας ως παραδείγματα τις Ελλάδα, Πορτογαλία και Ισπανία ο πολιτικός επιστήμονας στην Οξφόρδη μπορεί να εξηγήσει γιατί χάθηκε αυτή η ευκαιρία.
«Η υπεροχή της εσωτερικής έναντι της ευρωπαϊκής πολιτικής εμποδίζει τη διακρατική κομματική συνεργασία γενικά, αλλά ιδιαίτερα στη ριζοσπαστική αριστερά. Καθώς τα κόμματα αγωνίζονται να είναι εκλογικά επίκαιρα στην εσωτερική σκηνή, δίνουν λιγότερη προσοχή στην ευρωπαϊκή πολιτική» αναφέρει.
Έτσι, στη συνέχεια τα κόμματα αυτά «έχουν μικρότερη επιρροή στη χάραξη πολιτικής της ΕΕ, γεγονός που ενισχύει την ιεράρχηση της εσωτερικής πολιτικής»
Ένας μάλιστα συνεντευξιαζόμενος του Μπόρτουν είπε χαρακτηριστικά πως «όταν έρχεται η στιγμή της αλήθειας, ο καθένας είναι με το δικό του εκλογικό σώμα».
«Η ευρέως διαπιστωμένη έλλειψη ενός ευρωπαϊκού «-demos», ή κοινής πολιτικής ταυτότητας, παρεμποδίζει επίσης δυσανάλογα τη ριζοσπαστική αριστερά σε επίπεδο ΕΕ» λέει ο μεταδιδακτορικός ερευνητής.
Μπορεί τα ριζοσπαστικά αριστερά κόμματα να βασίστηκαν περισσότερο στη μαζική κινητοποίηση, αλλά του είδους η κινητοποίηση ήταν πολύ περιορισμένη σε διακρατικό επίπεδο. : «Δεν νομίζω ότι υπάρχει αλληλεγγύη των Ευρωπαίων εργαζομένων και νομίζω ότι γίνεται όλο και πιο δύσκολο να οικοδομηθεί» απάντησε ένα άλλος άλλος συνεντευξιαζόμενος.
Την ίδια στιγμή, τα ριζοσπαστικά αριστερά κόμματα έχουν κάνει σχετικά λίγα για να διευκολύνουν μια τέτοια αλληλεγγύη. «Περιορίζουν τη διακρατική τους συνεργασία στις κομματικές ελίτ και στα θεσμικά όργανα της ΕΕ, το ίδιο το κατεστημένο που συχνά ισχυρίζονται ότι αμφισβητούν».
Έτσι, εάν σε τοπικό επίπεδο τα αριστερά κόμματα έχουν καταλάβει ότι μόνο με την αξιοποίηση των μαζικών κινημάτων μπορούν να δώσουν αξιόπιστες εναλλακτικές λύσεις στα κυρίαρχα κόμματα, κάτι τέτοιο απέτυχαν να το κάνουν πανευρωπαϊκά.
Ιδεολογικές διαφωνίες
Σε αυτό το σημείο, ο πολιτικός επιστήμονας εντοπίζει και τις ρήξεις στα πολυάριθμα αριστερά στρατόπεδα, καθώς άλλοι υποστηρίζουν τη μεταρρύθμιση της ΕΕ, και άλλη την αποχώρηση της χώρας τους.
«Αυτές οι ρήξεις βάθυναν μόνο κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης της δεκαετίας του 2010. Οι εντάσεις ήταν ιδιαίτερα υψηλές στον απόηχο της στροφής του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση, η οποία εδραίωσε περαιτέρω τη θέση των σκληρών ευρωσκεπτικιστών ότι οι αριστερές πολιτικές είναι ασυμβίβαστες με τη θεσμική αρχιτεκτονική της ΕΕ» επισημαίνει ο Μπόρτουν.
Αυτή η διάσπαση διευρύνθηκε επίσης καθώς αναδύθηκε μια νέα θέση μεταξύ κομμάτων όπως το πορτογαλικό αριστερό μπλοκ και το La France Insoumise.
«Δεν ζητούν ούτε μεταρρυθμίσεις ούτε έξοδο από την ΕΕ αλλά «ανυπακοή» απέναντι στις νεοφιλελεύθερες πτυχές της νομοθεσίας της ΕΕ που θα εμπόδιζε την εφαρμογή αριστερών πολιτικών. Αυτή η απόκλιση φάνηκε στις ευρωεκλογές του 2019, όταν η ριζοσπαστική αριστερά κατέβασε ανταγωνιστικές λίστες υποψηφίων σε πολλά κράτη μέλη, λέει ο ειδικός εκτιμώντας ότι αυτό είναι πιθανό να συμβεί ξανά το 2024.
Σε γεωπολιτικό επίπεδο ο πολιτικός επιστήμονας της Οξφόρδης σημειώνει ότι η έλλειψη συνοχής της Αριστεράς επιδεινώθηκε και με τον πόλεμο στην Ουκρανία.
«Ορισμένα μέρη θέλουν να παράσχουν άνευ όρων υποστήριξη στην Ουκρανία, ενώ άλλα υπερασπίζονται «κριτικά» τη θέση της Ρωσίας. Άλλοι δεν υποστηρίζουν καμία πλευρά σε αυτό που θεωρούν ως μια θεμελιωδώς «ιντεριμπεριαλιστική σύγκρουση»».
Μπορεί οι δομικοί παράγοντες να μην έχουν να ξεπεραστεί, σύμφωνα με τον Μπόρτουν, αλλά τουλάχιστον οι ιδεολογικές διαφορές ίσως να μην είναι τόσο θεμελιώδεις, ώστε να δικαιολογούν τον σημερινό κατακερματισμό.
Στην ιδανική περίπτωση, οι διαφορές θα μπορούσαν να αναδειχθούν στο πλαίσιο ενός κοινού διακρατικού σχεδίου που θα συνένωνε τα κόμματα γύρω από ένα κοινό όραμα για την Ευρώπη. Ελλείψει αυτού, είναι πιθανό οι ψηφοφόροι που είναι απογοητευμένοι από το status quo να παρασυρθούν από τον δεξιό λαϊκισμό, καταλήγει ο Βλάντιμιρ Μπόρτουν.