Είναι 19 Ιουνίου του 1991. Πρόεδρος της Γαλλίας είναι εδώ και μία δεκαετία ο σοσιαλιστής Φρανσουά Μιτεράν. Πρωθυπουργός έχει αναλάβει εδώ και έναν μήνα για πρώτη φορά γυναίκα, η Εντίτ Κρεσόν. Στην Εθνοσυνέλευση, οι Σοσιαλιστές διαθέτουν 275 έδρες έναντι 271 εδρών για τη Δεξιά, 27 εδρών για το γαλλικό ΚΚ και μιας έδρας για την Ακροδεξιά, το Εθνικό Μέτωπο του Ζαν-Μαρί Λεπέν – που είχε κατορθώσει βέβαια το 1986 να εισέλθει για πρώτη φορά στο κοινοβούλιο με… 35 βουλευτές, χάρη σε μια ατυχή και για αυτό βραχύβια υιοθέτηση της απλής αναλογικής. Επικεφαλής του νεογκολικού κόμματος Συναγερμός για τη Δημοκρατία (RPR), πρόδρομου των σημερινών Ρεπουμπλικανών, παραμένει από το 1976 ο Ζακ Σιράκ, πρώην πρωθυπουργός, μελλοντικός πρόεδρος της χώρας και επίσης, από το 1977, δήμαρχος του Παρισιού. Αυτό το βράδυ, το κόμμα του διοργανώνει ένα diner-débat στην Ορλεάνη, στην Κεντρική Γαλλία.
Ο Σιράκ παίρνει τον λόγο ενώπιον 1.300 στελεχών και μελών του RPR. Είναι ο ίδιος άνθρωπος που είχε εγκαθιδρύσει, το 1976, ως πρωθυπουργός του Ζισκάρ ντ’Εστέν τότε, την «οικογενειακή επανένωση», η οποία επιτρέπει στους μετανάστες που βρίσκονται ήδη νόμιμα στη γαλλική επικράτεια να φέρουν εκεί την οικογένειά τους. Ο ίδιος που διαβεβαίωνε το 1987, ως πρωθυπουργός του Μιτεράν τότε κατά την πρώτη πολιτική «συγκατοίκηση» της 5ης Γαλλικής Δημοκρατίας, πως η Γαλλία είναι ένα έθνος «πλουραλιστικό και πολυεθνοτικό». Κι εντούτοις, στην ομιλία του λέει μεταξύ άλλων τα εξής:
«Το πρόβλημά μας δεν είναι οι ξένοι, είναι ότι υπάρχει overdose. Μπορεί να είναι αλήθεια ότι δεν υπάρχουν περισσότεροι ξένοι από ό,τι προπολεμικά, όμως δεν είναι οι ίδιοι και αυτό κάνει τη διαφορά. Είναι βέβαιο ότι το να έχουμε Ισπανούς, Πολωνούς και Πορτογάλους να εργάζονται εδώ δημιουργεί λιγότερα προβλήματα από το να έχουμε μουσουλμάνους και μαύρους […] Πώς περιμένετε να αντιδράσει ο γάλλος εργάτης που ζει στο Γκουτ-ντ’Ορ [λαϊκή συνοικία του Παρισιού], όπου περπατούσα πριν από τρεις-τέσσερις μέρες με τον Αλέν Ζιπέ, και κερδίζει, μαζί με την εργάτρια σύζυγό του, περίπου 15.000 φράγκα, βλέποντας στριμωγμένη στο πλατύσκαλο δίπλα στην εργατική του κατοικία μια οικογένεια με έναν πατέρα, τρεις ή τέσσερις συζύγους και καμιά εικοσαριά παιδιά, που κερδίζει 50.000 φράγκα από επιδόματα πρόνοιας, χωρίς φυσικά να εργάζεται! [δυνατά χειροκροτήματα] Αν προσθέσετε σε αυτό τον θόρυβο και τη μυρωδιά [δυνατά γέλια], ε λοιπόν, ο γάλλος εργάτης στο πλατύσκαλο τρελαίνεται. Τρελαίνεται. Ετσι είναι τα πράγματα. Και πρέπει να τον καταλάβουμε, αν ήσασταν στη θέση του, την ίδια αντίδραση θα είχατε. Και δεν είναι ρατσισμός να το λέμε».
Η ομιλία του Σιράκ – ειδικά η αναφορά στον «θόρυβο και τη μυρωδιά» – προκαλεί σάλο. Θεωρείται ένα σημείο καμπής, η αφετηρία της πολιτικής εργαλειοποίησης της μετανάστευσης από τη γαλλική Δεξιά. Ο Σιράκ θα επιμείνει, θα υποστηρίξει πως απλώς είπε δυνατά αυτό που πολλοί σκέπτονται χαμηλόφωνα, πως είναι καιρός να πάψουν οι πολιτικοί να καταφεύγουν στην «ξύλινη γλώσσα» και να μιλήσουν «με λόγια αληθινά» για το αληθινό πρόβλημα της μετανάστευσης. «Δεν είμαι ύποπτος για την παραμικρή συμπάθεια απέναντι στον κ. Λεπέν», θα δηλώσει. «Δεν καταλαβαίνω γιατί πρέπει να έχει το μονοπώλιο της επισήμανσης των πραγματικών προβλημάτων… Πρέπει εκείνοι που μας κυβερνούν να συνειδητοποιήσουν πως υπάρχει ένα πρόβλημα και πως αν δεν το αντιμετωπίσουμε – επειδή οι Σοσιαλιστές είναι αυτό που είναι, μόνο υπό την πίεση της κοινής γνώμης θα το αντιμετωπίσουν – τα πράγματα θα χειροτερέψουν προς όφελος των εξτρεμιστών».
Μαζί με την επίμαχη ομιλία του Σιράκ στην Ορλεάνη, όμως, έχει περάσει στη γαλλική Ιστορία και το σχόλιο που έκανε για αυτήν ο ίδιος ο Ζαν-Μαρί Λεπέν, ο πατέρας της Μαρίν, ο οποίος είχε ήδη εξασφαλίσει ένα 14% στον πρώτο προεδρικό γύρο του 1988, και έμελλε να προκαλέσει συλλογικό σοκ στη Γαλλία προκρινόμενος, το 2002, στον δεύτερο προεδρικό γύρο: «Με εκπλήσσει που δανείζονται τα λόγια μου, ενώ συνεχίζουν να με δαιμονοποιούν. Οι Γάλλοι θα προτιμούν πάντα το πρωτότυπο από την κόπια». Εχει επιβεβαιωθεί, δυστυχώς, τόσες φορές έκτοτε αυτό το τελευταίο, όχι μόνο στη Γαλλία φυσικά αλλά σε ολόκληρη την Ευρώπη, που είναι να απορεί κανείς γιατί επιμένει η ευρωπαϊκή Δεξιά να χτυπάει, ξανά και ξανά, το κεφάλι της στον ίδιο τοίχο.
Η Ολλανδία είναι απλώς το πιο πρόσφατο παράδειγμα: η διάδοχος του Μαρκ Ρούτε στην ηγεσία του κεντροδεξιού VVD, η Ντιλάν Γεσιλγκιόζ-Ζεγκέριους, θα μπορούσε να είχε επικεντρώσει την προεκλογική της εκστρατεία στις οικονομικές ευκαιρίες, το κόστος της ζωής ή τη στέγαση – αντ’ αυτού, επέλεξε ως σχεδόν μοναδικό της θέμα τον περιορισμό της μετανάστευσης, παρότι γεννημένη η ίδια στην Αγκυρα. «Νομίζω ότι υπάρχουν μεγάλα μαθήματα για τους πολιτικούς σε όλο αυτό», δήλωσε εκ των υστέρων, μετά τον εκλογικό θρίαμβο της Ακροδεξιάς. «Δεν ακούσαμε αρκετά τον κόσμο», πρόσθεσε, πριν εγκαταλείψει τη σκηνή υπό τους ήχους ενός τραγουδιού της Dua Lipa, του «Dance the Night Away» και ενός ακόμα πιο ταιριαστού τραγουδιού του Avicii, που λέει ξανά και ξανά: «Λοιπόν, ξυπνήστε με όταν θα έχουν όλα τελειώσει».