Υπέρ της ανταλλαγής Παλαιστινίων κρατουμένων με απαχθέντες Ισραηλινούς είχε ταχθεί εξαρχής το Κομμουνιστικό Κόμμα του Ισραήλ, ενώ σήμερα βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη η διαδικασία ανταλλαγής ομήρων μεταξύ Ισραήλ και Χαμάς.
«Από την αρχή των διαδηλώσεων, ζητήσαμε την επιστροφή όλων των απαχθέντων [από τη Χαμάς] σε αντάλλαγμα για Παλαιστίνιους κρατούμενους» είπε σε συνέντευξή του στο αμερικανικό Jacobin το ηγετικό στέλεχος της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος του Ισραήλ Έλι Γκοζάνσκι.
Ενώ οι βομβαρδισμοί του Ισραήλ εναντίον της Λωρίδας της Γάζας συνεχίζονταν για εβδομάδες, τα φώτα της δημοσιότητας αρνούνταν να πέσουν επαρκώς και στις υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις το εσωτερικό του Ισραήλ. Στη συνέντευξη που έδωσε ο Γκοζάνσκι λίγο πριν την ανταλλαγή αμάχων, εξέφρασε την έντονη αντίθεσή του στην πολιτική του πρωθυπουργού Μπενιαμίν Νετανιάχου καθώς και την αποδοκιμασία του στην επίθεση της 7ης Οκτωβρίου από τη Χαμάς.
«Καταδικάζουμε τη σφαγή της 7ης Οκτωβρίου και τους δράστες της από τη μια πλευρά, αλλά είμαστε ενάντια στους βάρβαρους βομβαρδισμούς και τη συλλογική τιμωρία του παλαιστινιακού λαού από την άλλη» ανέφερε ο ίδιος.
Ωστόσο, εκτιμά ότι η επίθεση της ανέτρεψε τα σχέδια του Νετανιάχου να παρακάμψει το παλαιστινιακό ζήτημα και να καταλήξει σε συμφωνία με τη Σαουδική Αραβία εις βάρος των Παλαιστινίων.
Φασιστική η κυβέρνηση του Νετανιάχου
Μετά την επίθεση, ο Ισραηλινός κομμουνιστής ηγέτης αναφέρει ότι τα συναισθήματα φόβου και σοκ μετατράπηκαν σε μίσος κατά της Χαμάς, κατά των Παλαιστινίων γενικά, αλλά και κατά της ισραηλινής κυβέρνησης, ιδίως του πρωθυπουργού Νετανιάχου. «Η κυβέρνηση κήρυξε αμέσως κατάσταση πολέμου, η οποία, μαζί με την κρίση και την πλύση εγκεφάλου από τα ΜΜΕ, δημιούργησε ένα είδος μαζικής ψύχωσης που εκφράστηκε με φρικτές ρατσιστικές εκκλήσεις για εκδίκηση, καθώς και με εκκλήσεις για «εθνική ενότητα» από τη μια πλευρά και σκληρή κριτική στην κυβέρνηση από την άλλη».
Ο Γκοζάνσκι καταδίκασε τη «φασιστική καταπίεση» και τις «διώξεις» κατά των πολιτών του Ισραήλ, «ιδιαίτερα αυτές που στρέφονται κατά των Παλαιστινίων πολιτών και των συμμαχικών αριστερών δυνάμεων».
Χαρακτηρίζει την κυβέρνηση Νετανιάχου, τη πιο δεξιά, φασιστική και ρατσιστική στην ιστορία του Ισραήλ, εκτός από τις πολλές κατηγορίες για διαφθορά εναντίον της. Πρόκειται για μια κυβέρνηση που προσπάθησε να αλλάξει [το πολιτικό σύστημα] μέσω συνταγματικού πραξικοπήματος.
«Οι μεγαλύτερες και πιο ισχυρές διαμαρτυρίες που έχουν δει το φως της δημοσιότητας στη χώρα ξεσηκώθηκαν ενάντια σε αυτό, επί 40 συνεχόμενες εβδομάδες, επικεντρωμένες στο θέμα της δημοκρατίας – και μόνο οι Ισραηλινοί Κομμουνιστές, που είμαστε επίσης μέρος του “μπλοκ κατά της κατοχής”, είπαμε ότι “δεν υπάρχει δημοκρατία με κατοχή, δεν υπάρχει δημοκρατία χωρίς ισότητα”. Αυτό ήταν ένα σημαντικό μήνυμα που βρήκε απήχηση στον κόσμο και έβαλε το παλαιστινιακό ζήτημα στην ημερήσια διάταξη.
Προχώρησε σε εθνοκάθαρση
Ο Νετανιάχου εκμεταλλεύτηκε την κρίση για να εμβαθύνει την καταπίεση των Παλαιστινίων στη Δυτική Όχθη, συμπεριλαμβανομένης της εθνοκάθαρσης στο νότιο τμήμα της περιοχής, που διεξάγεται από τους κατοχικούς εποίκους με την υποστήριξη του στρατού, υποστηρίζει ο Γκοζάνσκι. «Υπάρχει επίσης ο κίνδυνος της αύξησης του ρατσισμού και του φασισμού και της μετατροπής του Ισραήλ σε ένα εντελώς φασιστικό κράτος».
Στο εσωτερικό μάλιστα, όπως αναφέρει ο Γκοζίνσκι, ο Νετανιάχου ενέτεινε την καταστολή των Παλαιστινίων πολιτών, οι οποίοι αποτελούν το 20% του πληθυσμού, αλλά και του οποιουδήποτε προσπάθησε να αμφισβητήσει τον πόλεμο και τη δολοφονία αθώων ανθρώπων στη Γάζα. «Υπήρξαν εκατοντάδες συλλήψεις, απολύσεις και αποπομπές από ισραηλινά πανεπιστήμια μόνο και μόνο επειδή έγραφαν πράγματα στο Facebook, με την κυβέρνηση να χρησιμοποιεί ένα ασαφές επιχείρημα που ταυτίζει αυτούς τις φωνές διαμαρτυρίας με υποστηρικτές της Χαμάς. Με δική μας πρωτοβουλία, δημιουργήθηκε μια εβραιο-αραβική ομάδα, στόχος της οποίας ήταν η πρόληψη ρατσιστικών επιθέσεων».
«Παράλληλα, πραγματοποιήσαμε άμεσα διαδηλώσεις κατά της κυβέρνησης, και ιδιαίτερα κατά του Νετανιάχου, και ζητήσαμε άμεση κατάπαυση του πυρός» λέει.
«Ξεκινήσαμε επίσης πρόσφατα έναν συνασπισμό δεκάδων ισραηλινών οργανώσεων, συμπεριλαμβανομένων Εβραίων και Αράβων, οι οποίοι εξέδωσαν μια σημαντική διακήρυξη για την κατάπαυση του πυρός, την ανταλλαγή όλων των συλληφθέντων ή απαχθέντων και για μια πολιτική και όχι στρατιωτική λύση».
Ο Ισραηλινός κομμονιστής ηγέτης βλέπει ότι σταδιακά σημειώνεται μια αφύπνιση στην κεντροαριστερά, κυρίως στο πλαίσιο των σχέσεων μεταξύ Εβραίων και Αράβων εντός του Ισραήλ, αλλά για τον ίδιο είναι ακόμα ανεπαρκής.
Κατηγορεί, επίσης, την αξιωματική αντιπολίτευση ότι δεν έχει σχέδιο για την επόμενη μέρα του πολέμου. «Το αίτημα της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι μόνο να παραιτηθεί ο Νετανιάχου μετά τον πόλεμο» λέει ενω εκτιμά ότι αν δεν αντικατασταθεί η κυβέρνηση Νετανιάχου και δεν ξεκινήσουν οι διαπραγματεύσεις με τους Παλαιστινίους «θα πάμε από τη μια καταστροφή στην επόμενη».
Όχι ένα κράτος με δύο λαούς, αλλά δύο κράτη
Ο Γκοζάνσκι θεωρεί ανέφικτος, ίσως ουτοπικό ένα διζωνικό ισραηλινό κράτος με παλαιστινίους και εβραίους, καθώς μεταξύ άλλων, υπάρχει ήδη αμοιβαία δυσπιστία, το απαρτχάιντ και ο εβραϊκός οικονομικός έλεγχος θα διαιωνιστούν και στο κάτω κάτω και σημαντικότερον ο παλαιστινιακός λαός θέλει και έχει το δικαίωμα στην ανεξαρτησία.
«Θεωρούμε ότι μια δίκαιη ειρηνευτική λύση που θα βασίζεται στην ίδρυση ενός ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους στη Δυτική Όχθη και τη Γάζα, παράλληλα με το κράτος του Ισραήλ, θα φέρει ασφάλεια, ειρήνη και ελπίδα και στα δύο έθνη. Καλούμε σε διαπραγματεύσεις για αυτή τη λύση υπό την αιγίδα του ΟΗΕ και ζητάμε από τις προοδευτικές δυνάμεις να μας βοηθήσουν σε αυτό τον σημαντικό αγώνα».
Ο Μπάιντεν βλάπτει την υποψηφιότητά του
Είναι πεπεισμένος ότι η υποστήριξη της κυβέρνησης Μπάιντεν προς το Ισραήλ βλάπτει σοβαρά τον Αμερικανό πρόεδρο, τώρα που ξεκινά την εκστρατεία επανεκλογής του. Η παγκόσμια κοινή γνώμη, ιδιαίτερα στη Μέση Ανατολή, αλλά και στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ, αντιτίθεται στη συνέχιση της σφαγής του πληθυσμού της Γάζας.
Πάντως για τον Γκοζάνσκι η ρήξη στις σχέσεις του Ισραήλ με άλλες χώρες φαίνεται να μην έχει ακόμα μεγάλο αντίκτυπο στην ισραηλινή κοινή γνώμη. Αυτό συμβαίνει «είτε επειδή η προσοχή είναι επικεντρωμένη στον πόλεμο είτε επειδή το Ισραήλ εξακολουθεί να λαμβάνει υποστήριξη από τις κυβερνήσεις των ΗΠΑ και της Δυτικής Ευρώπης» λέει ο Ισραηλινός πολιτικός προσθέτοντας όμως ότι «τώρα οι δυσαρεστημένες φωνές αυξάνονται, γεγονός που είναι πιθανό να έχει αντίκτυπο».