Οι μέρες πλησιάζουν κι οι «φίλοι» από την Αγκυρα ετοιμάζονται για τη μεγάλη επίσκεψη. Και, για να μην ξεχνιόμαστε, ξανασυστήνουν τον… καλό παλιό και, κυρίως, πραγματικό εαυτό τους, σε περίπτωση που έχει κανείς παρασυρθεί από τα τεχνάσματα των καιρών. Σε ένα εμφανώς συντονισμένο χρονικά μπαράζ δηλώσεων των τελευταίων ημερών, ο υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας Φιντάν μιλά τώρα ξανά για «τουρκική μειονότητα» στη Θράκη αλλά και στα Δωδεκάνησα, ενώ η καρδιά του προέδρου της χώρας Ερντογάν μεγάλωσε και πάλι και φτάνει ξαφνικά έως τη Θεσσαλονίκη, ενώ την ίδια ώρα… πονάει για τις αδικίες που έχουν υποστεί οι Τούρκοι στην Κύπρο(!) Εχει όμως και τη «λύση»: λέει ότι αν βγουν «απέξω» από τα ελληνοτουρκικά οι «ξένοι» θα λύσουμε μόνοι μας όλα τα προβλήματα. Φαίνεται ότι αυτοί οι… «ξένοι» είναι που απειλούν την Ελλάδα. Δίπλα τους, ο αρχηγός του τουρκικού Πολεμικού Ναυτικού ναύαρχος Τατλίογου επανέρχεται με τον πιο επίσημο τρόπο στην αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας πλήθους νησιών του Αιγαίου και επιμένει στην αποστρατιωτικοποίησή τους, ενώ διάφορα αντίστοιχα σκάνε σαν τα μανιτάρια δεξιά και αριστερά ανά πάσα ώρα. Και βέβαια, όλα, με τις ευλογίες και τις οδηγίες (γιατί αλλιώς δεν γίνεται) του ίδιου του Ερντογάν.
Αυτές οι ιαχές είναι προπομποί, καθώς ο χρόνος μετρά πλέον αντίστροφα για την άφιξη του τουρκικού ασκεριού των εκατοντάδων κυβερνητικών και μη στην Αθήνα για το Ανώτατο Συμβούλιο συνεργασίας Ελλάδας – Τουρκίας. Οπου, εκτός των παραπάνω, ο αυτόκλητος προστάτης των απανταχού μουσουλμάνων τούρκος πρόεδρος, είναι κάτι περισσότερο από αναμενόμενο να αδράξει την ευκαιρία να επιτεθεί εκ νέου και ακόμα σκληρότερα στη Δύση, στις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ευρώπη, το Ισραήλ και γιατί όχι και στην Ελλάδα που θα τον φιλοξενεί: τον τόνο τον έδωσε άλλωστε ήδη την περασμένη εβδομάδα επισκεπτόμενος το Βερολίνο όπου οι Γερμανοί, που έχουν και πολύ στενούς δεσμούς με την Τουρκία, ακόμα φυσάνε και δεν κρυώνει ο εξευτελισμός που υπέστησαν από τον Ερντογάν μέσα στην καγκελαρία.
Ομως για κάποιο μεταφυσικό λόγο η κυβέρνηση δεν έχει ακόμα ματαιώσει την επίσκεψη, που, όπως πάνε τα πράγματα, κινδυνεύει σοβαρά να εξελιχθεί γι’ αυτήν αλλά, το κυριότερο, για τη χώρα, σε ένα είδος Βατερλώ και μάλιστα άνευ λόγου. Πάντως ο όρος «διπλή» γλώσσα είναι πια περιοριστικός: πρέπει πλέον να μιλά κανείς βαθμηδόν, για «πολλές γλώσσες». Καθώς με την τακτική της Τουρκίας να μπερδεύει διαρκώς τις ρητορικές και τις πολιτικές μεταξύ τους στο τέλος δεν ξέρεις πού αρχίζει και πού τελειώνει όλο αυτό το παίγνιο της ασυγκράτητης παραζάλης αναξιοπιστίας στη βάση της οποίας ουδεμία συζήτηση ασφαλώς μπορεί να γίνει, ούτε καν για ζητήματα τριτεύοντος επιπέδου. Με μία και μόνη βεβαιότητα: ότι όλο αυτό, καλά, δεν τελειώνει.
Τι ακριβώς θέλει να πετύχει ο Ερντογάν σε στρατηγικό επίπεδο είναι γνωστό. Και όποιος το αμφισβητεί ακόμα πιστεύοντας ότι έχει «αλλάξει» το τελευταίο διάστημα, μάλλον τελεί εν πλήρη αδυναμία κατανόησης της τουρκικής πολιτικής. Αλλωστε δόθηκαν εκ νέου φρεσκότατες οι απαντήσεις από την τουρκική ηγεσία σχεδόν στο σύνολό της. Τι θέλει όμως σε τακτικό επίπεδο είναι λίγο δυσκολότερο να ανιχνευθεί: γιατί στο παρά πέντε της συνάντησης τέτοιο χορωδιακό κρεσέντο όξυνσης με όλο σχεδόν τον θίασο να τραγουδά στο πάλκο σε τόσο «φάλτσο» τόνο; Πιθανόν επειδή θέλει να προκαλέσει αμηχανία στην ελληνική κυβέρνηση και να δείξει ποιος είναι το «αφεντικό». Αλλη εξήγηση, δύσκολα μπορεί να βρεθεί. Και αν πρόκειται περί αυτού, μάλλον πρέπει να έχει πετύχει τον στόχο του αφού από ελληνικής πλευράς αντίδραση δεν ανιχνεύεται, ενώ έπρεπε ήδη να είχε ερωτηθεί «τότε τι έχουμε να πούμε;».
Ως μη όφειλε, η ελληνική πλευρά περπατά σ’ ένα δρόμο γεμάτο νάρκες. Μόνον εκείνη γνωρίζει γιατί. Και μόνον εκείνη πιστεύει ότι κάπου βγάζει. Θα συνέλθει. Απότομα.