Πολλά από τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ που αποχωρούν επικαλούνται την ανεπιθύμητη στροφή προς την κεντροαριστερά και τη φυσιογνωμία life style που προσδίδει στο κόμμα τους ο νεοεκλεγείς πρόεδρος. Νομίζω ότι, αν oι εναπομείναντες στον ΣΥΡΙΖΑ προσβλέπουν σε «κεντροαριστερό» μετασχηματισμό, πρέπει να αλλάξουν το όνομα του κόμματός τους εφόσον δηλώνει ριζοσπαστισμό. Η κεντροαριστερά δεν είναι κάτι «λίγο πιο δώθε» κι ο ριζοσπαστισμός δεν είναι κάτι «λίγο πιο πέρα»: πρόκειται για δύο διαφορετικά πολιτικά ήθη, η κοινή ιστορία των οποίων ξεκινά κατά τον 19ο αιώνα, στη συνέχεια όμως αποκλίνει.
Η σοσιαλδημοκρατία εξελίχθηκε ως η μεταρρυθμιστική πτέρυγα του σοσιαλιστικού κινήματος, θέτοντας στόχο την τροποποίηση, όχι την κατάργηση, των καπιταλιστικών οικονομιών. Αντιθέτως, οι ριζοσπάστες πρόβαλλαν, και προβάλλουν, επαναστατικό όραμα συνοδευόμενο από ταξικό-κομματικό μίσος και πίστη σε ένα δόγμα. Κι ενώ οι σοσιαλδημοκράτες απορρίπτουν τη μαρξιστική ευθυγράμμιση με την εργατική τάξη ορίζοντας την ελευθερία σε πλαίσιο πλουραλισμού, κράτους προνοίας, δημόσιας εκπαίδευσης, αναδιανομής και γενικότερα κεϋνσιανών οικονομικών, η ριζοσπαστική αριστερά απορρίπτει την ελεύθερη αγορά και προσβλέπει σε ανατροπή. Συχνά, τα όρια μεταξύ των δύο παρατάξεων θολώνουν εφόσον πολλοί κεντροαριστεροί, προερχόμενοι από κομμουνιστικά κόμματα και εξτρεμιστικές ομάδες, φέρουν στον «μετριοπαθή» χώρο ριζοσπαστικά οράματα και μη μετριοπαθείς μορφές πολιτικής συμπεριφοράς. Και παρ’ όλ’ αυτά, ο ριζοσπαστισμός διαφέρει «ριζικά» από το σοσιαλδημοκρατικό μοντέλο το οποίο έχει εξελιχθεί στο προεπιλεγμένο καθεστώς στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες –και το οποίο σέβονται κυβερνώντα κόμματα προερχόμενα από συντηρητικές παρατάξεις και συνασπισμούς. Από αυτό δεν συνάγεται ότι τα χριστιανοδημοκρατικά και κεντροδεξιά κόμματα είναι στην ουσία «κεντροαριστερά»: απλώς, ο οικονομικός και κοινωνικός τους φιλελευθερισμός περιορίζεται από τον πλουραλισμό κι από τους θεσμούς. Εντέλει μάλιστα, τα μη «κεντροαριστερά» κόμματα, παρά τον υποτιθέμενο συντηρητισμό τους, πιστώνονται μερικές από τις πιο καίριες μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες στην ευρωπαϊκή ήπειρο.
Με το πέρασμα του χρόνου, η μετακίνηση της δεξιάς και της κεντροδεξιάς προς το κέντρο ώθησε στα άκρα τον παραδοσιακό συντηρητισμό: π.χ. το ιδεολόγημα «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια» έχει στριμωχτεί πλέον στην παλαιοδεξιά που εννοεί την οικογένεια ως πατριαρχική πυραμίδα και το έθνος ως περίκλειστη οντότητα που πρέπει να προστατεύεται με ισχυρό στρατό. Κοντολογίς, στις ανεπτυγμένες χώρες το κράτος προνοίας, η δημόσια εκπαίδευση ή ο «διεθνισμός» υπό την έννοια της συνεργασίας μεταξύ των εθνών είναι στοιχεία ολόκληρου του mainstream –εξαιρούνται οι ακροδεξιοί και τρομοκρατικοί κροσσοί.
Όσα μέλη και στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ εύχονται ή απεύχονται να αποκτήσει το κόμμα κεντροαριστερή ταυτότητα, έχουν μάλλον στο μυαλό τους τον λεγόμενο δημοκρατικό σοσιαλισμό του Τρίτου Κόσμου, του ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου και, σε πιο ευρωπαϊκό στιλ, το πάλαι ποτέ γαλλικό Σοσιαλιστικό κόμμα το πρόγραμμα του οποίου δεν οριζόταν ως «σοσιαλδημοκρατία»: οι Γάλλοι σοσιαλιστές θα αντικαθιστούσαν τον καπιταλισμό με τον σοσιαλισμό, άνευ κομμουνιστικής προοπτικής. Παρότι ιστορικά ο δημοκρατικός σοσιαλισμός θεωρείται «κεντροαριστερά», διαφοροποιείται από τις κεντροαριστερές ιδεολογίες όπως εκείνη της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας: είναι μια μορφή soft κομμουνισμού που έχοντας αντλήσει μαθήματα από το σοβιετικό πείραμα μετονομάζεται σε ευρωκομμουνισμό και σε «σοσιαλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο», υπονοώντας ότι ο υπαρκτός ήταν απάνθρωπος εξαιτίας των «λαθών» στην πρακτική του εφαρμογή. Σήμερα εκπροσωπείται από επιγόνους κομμουνιστών οι οποίοι τον θεωρούν σύστημα που δεν δοκιμάστηκε ποτέ: μερικοί εξ αυτών τοποθετούν τον εαυτό τους στην κεντροαριστερά· άλλοι στην ευρύτερη αριστερά, τη λεγόμενη «ανανεωτική». Ίσως αυτές τις μέρες οι «κεντροαριστεροί» του ΣΥΡΙΖΑ να εννοούν κάτι τέτοιο· κάτι άκρως αναχρονιστικό.
Όπως και να ‘χει, σήμερα η διαφορά μεταξύ κεντροδεξιάς και κεντροαριστεράς είναι λιγότερο τα διακυβεύματα περί καθεστώτος και οικονομίας, και περισσότερο η αντίληψη περί εποικοδομήματος. Η κεντροαριστερά επισημαίνει διαφορετικά προβλήματα από εκείνα που επισημαίνει η κεντροδεξιά: πιστεύει, λόγου χάρη, ότι ο νεοφιλελευθερισμός κερδίζει έδαφος, ότι το παρόν των κοινωνιών είναι χειρότερο από το παρελθόν, κι ότι το μέλλον –οικονομικό, κοινωνικό, περιβαλλοντικό– προοιωνίζεται ζοφερό. Βλέπει επάνοδο του φασισμού, επιδείνωση του ρατσισμού και του σεξισμού, αύξηση των ανισοτήτων, κατάρρευση του περιβάλλοντος· δεν αναγνωρίζει ως προβλήματα τα δημόσια ελλείμματα, τη μετανάστευση, την πολυπολιτισμικότητα, την εξασθένιση του νόμου ή την υποβάθμιση της παιδείας.
Αν ο ΣΥΡΙΖΑ βλέπει τον εαυτό του ως κεντροαριστερό κόμμα ίσως θα έπρεπε να συγχωνευτεί με το ΠΑΣΟΚ το οποίο καλύπτει ιστορικά τον χώρο του μπαλκάν δημοκρατικού σοσιαλισμού· να ακολουθήσει δηλαδή μια τροχιά διασπάσεων και συνενώσεων που έχει σημειωθεί και αλλού – π.χ. στη Βρετανία, όπου το Εργατικό κόμμα διαχωρίστηκε στο φιλελεύθερο New Labour και στους πρώην τροτσκιστές. Οι δεύτεροι εξελίχθηκαν είτε σε εθνολαϊκιστές, είτε προσχώρησαν σε αντικαπιταλιστικές-οικολογικές ομάδες που ενσωματώθηκαν στην πράσινη ακροαριστερά με πρόγραμμα απο-ανάπτυξης και πολιτικής ορθότητας στο εποικοδόμημα· κατάργηση της πυρηνικής ενέργειας, συμμετοχική δημοκρατία και ανοιχτά σύνορα. Εν τούτοις, αν και ο οικολογικός ακτιβισμός είναι αριστερής εμπνεύσεως, πολλοί κεντροαριστεροί συνεχίζουν να προσκολλώνται στην παλαιότερη ιδέα περί προόδου και ανάπτυξης. Νομίζω ότι σε όλα αυτά τα ζητήματα ο ΣΥΡΙΖΑ, τουλάχιστον όπως τον ξέραμε μέχρι τώρα, έχει συγκεχυμένες θέσεις τις οποίες διατυπώνει με ακροαριστερή ρητορική.
Η συγκολλητική ουσία του κοινού του ΣΥΡΙΖΑ είναι τα αντιδεξιά αισθήματα και η εμμονική αριστερή ταυτότητα: μέλημά τους φαίνεται να είναι το τι θα πουν οι άλλοι· το να μην τους χαρακτηρίσουν φιλελευθέρους ή αποστάτες. Δεν φαίνεται να έχουν ξεκάθαρη ιδέα για το τι είναι η κεντροαριστερά ή για το αν θα μπορούσαν να προσθέσουν στην πολιτική τους ταυτότητα το συνθετικό «κέντρο». Αυτός ο ηθικός πανικός τούς οδηγεί στην ακινησία που ονομάζουν ιδεολογική συνέπεια και η οποία συνίσταται στο να βλέπουν τον κόσμο με τα μάτια του 19ου αιώνα. Εντέλει, η υπόθεση του πρωτεϊκού εμφυτεύματος κ. Κασσελάκη –που είναι προφανώς ακατάλληλος για το αξίωμα (άλλη συζήτηση αυτή)– ήταν το έναυσμα για να σκεφτούν τα στελέχη, τα μέλη και οι οπαδοί του ΣΥΡΙΖΑ ποιοι είναι και τι θέλουν πέραν των εκκωφαντικών φωνασκιών και της μικροκομματικής τους μοχθηρίας.