Ο βυζαντινός στρατηγός και χρονογράφος Νικηφόρος Βρυέννιος (1062-1137), σύζυγος της περίφημης Αννας Κομνηνής, στο βιβλίο του «Υλη Ιστορίας» (μεταφρ. Εκδ. Κανάκη), αναφέρει πως το 1070 ο αυτοκράτορας Ρωμανός Δ’ εξαπέλυσε κατά των Τούρκων της Μικρασίας τον στρατό με επικεφαλής τον τότε κουροπαλάτη Μανουήλ Κομνηνό. Στη μάχη ο Κομνηνός ηττήθηκε και αιχμαλωτίστηκε από τον Χρυσόσκουλο, αρχηγό των Τούρκων, αλλά, παρότι αιχμάλωτος έπεισε τον Χρυσόσκουλο (που ήταν σε διαμάχη και με τον σουλτάνο) να πάει να παραδοθεί στον… βυζαντινό αυτοκράτορα, κάτι που όντως συνέβη. Κι έτσι, λέει ο Βρυέννιος, «Ο τοις όπλοις κρατήσας εάλω λόγων δεινότητι». Δηλαδή εκείνος που νίκησε με τα όπλα, ηττήθηκε από τη δεινότητα των λόγων.
Εξάλλου το είπε αργότερα και ο Μέγας Ναπολέων, όταν ρωτήθηκε ποιο είναι το ισχυρότερο στράτευμα στον κόσμο και απάντησε: «Οι λέξεις». Πιθανώς να είχε διαβάσει Πλάτωνα που στους διαλόγους του αναδεικνύεται η ισχύς του λόγου, η πειθώ, η μεγάλη αξία της ρητορικής που δόξασαν οι αρχαίοι, και το ότι ένας άνδρας αναδεικνύεται στην εκκλησία του δήμου και γίνεται ηγέτης με τη δύναμη των λόγων. Διότι ο λόγος πείθει ή μεταστρέφει τα πνεύματα, τα μυαλά των πολιτών, για πόλεμο ή για ειρήνη, για εκστρατεία ή μη, για το ποιο είναι το καλό της πόλης ή όχι – εξ ου και το ότι υπήρχαν τότε πολλές σχολές ρητορικής η οποία διδάσκεται ακόμα στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ, αλλά όχι εδώ, σ’ εμάς, που την ανακαλύψαμε (και συχνά την έχουμε καταχραστεί). Το μεγαλείο και τη σημασία της (για ζωή ή για θάνατο ανθρώπων, πόλεων, ή εθνών) μπορεί κανείς να μελετήσει και στις «δημηγορίες» του Θουκυδίδη.
Τα θυμόμαστε όλα αυτά γιατί σέρνεται μια συζήτηση ποιος ηγέτης μιλάει καλύτερα αγγλικά, ως κριτήριο αρχηγικής αξίας – ναι, έχει προφανώς μεγάλη σημασία να μιλάει ένας ηγέτης επαρκή εγγλέζικα (τουλάχιστον), αλλά μην ξεχνούμε κάτι βασικό: ότι για να μιλάς καλά μια ξένη γλώσσα, πρέπει καταρχήν να μιλάς πολύ σωστά τη μητρική σου. Να έχεις το χάρισμα του λόγου κι αυτό είναι τάλαντο αλλά και επίμονη, διά βίου άσκηση. Κι εδώ η ευφράδεια, η ρητορική δεινότητα, δεν νοείται ως φλυαρία, ή ρέουσα παρλαπίπα, αλλά ως απευθείας αντανάκλαση ενός νου με δομημένη πολιτική σκέψη: γνώση, οξυδέρκεια, πατριωτισμό, εγρήγορση, ακόμα και λελογισμένη δολιότητα ώστε να μπορεί να υπερασπίσει τα εθνικά συμφέροντα, το «ξυμφέρον», ή το «λυσιτελές» του Θουκυδίδη. (Αν έχει απέναντι έναν ισχυρό κι ευφυή ηγέτη, ή την «αγχίστροφη» πολιτική των Τούρκων).
Ο λόγος αντανακλά το επίπεδο και την ποιότητα της σκέψης. Ο Μανουήλ Κομνηνός «ηπίων ήπτετο λόγων» και έπεισε τον Χρυσόσκουλο με επιχειρήματα, κι όχι μόνο γιατί ήταν ιλιγγιώδης ρήτορας – πέραν του ότι μάλλον δεν μιλούσε επαρκώς Τουρκικά, όπως, ας πούμε, ο ηρωικός μας ανταποκριτής Μανόλης Κωστίδης. Αλλά ακόμα και με διερμηνέα, τα πήγε μια χαρά – όπως τα καταφέρνει κι ο Ερντογάν. Αλλά όμως και ο Ερντογάν θα τα κατάφερνε πολύ καλύτερα αν μιλούσε καλά Εγγλέζικα, ή και Γαλλικά, ωστόσο δυσκολεύεται να τα μάθει λόγω της βαθιάς κι εγγενούς απέχθειάς του προς τη Δύση – είναι κι αυτό ένα ψυχικό πρόβλημα με τις ξένες γλώσσες. Ενα ιδεολογικό εμπόδιο. (Ποτέ δεν θα μπορέσω να μάθω τουρκικά λόγω Ερντογάν – αν και ο Λιβανελί τα μιλάει με κάποια γλυκύτητα).
Η ρητορική δεινότητα, το μελίρρυτον, η πειστικότητα, το τάλαντο του προφορικού λόγου αλλά και η πνευματική συγκρότηση που αυτός προϋποθέτει είναι μέγα όπλο στην πολιτική. (Και όχι μόνον). Ενώ η ένδεια λόγου (ειδικά στις μέρες μας που βλέπεις κάποιον να μιλάει ζωντανά στην τηλεόραση και να τον ξαναδείς σε βίντεο), τα λάθη, οι ασυνταξίες, η έλλειψη νοήματος, η ξύλινη γλώσσα, το πολιτικό νοβοπάν, είναι πλέον ελαττώματα που δεν μπορούν να κρυφτούν και απογυμνώνουν τον ομιλούντα με τρόπο ανελέητο και σε κοινή θέα. Θυμόμαστε το μελαγχολικό θέαμα του Τσίπρα με τα ραχιτικά αγγλικά του, και τώρα την ατραξιόν του νέου προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ, που όταν τον ακούς να μιλάει ελληνικά σκέφτεσαι το εξής: ή δεν καταλαβαίνει το νόημα κάποιων λέξεων που εκσφενδονίζει, ή του λείπει η βαθύτερη αίσθηση της γλώσσας, η αντίληψη των ορίων, ή έχει έλλειψη πολιτικού τακτ, ή δεν έχει ξέρει τα μεγέθη, ή του λείπει η αστική αγωγή και η άσκηση στις έμμεσες διατυπώσεις. Πάντως είναι περίεργα ελληνικά, κακού γούστου, κι ασύμμετρα. Ισως αυτό να συμβαίνει διότι ο άνθρωπος έχει πολλά χρόνια στο Αμέρικα. Είναι μια ερμηνεία μη-πιστευτή, διότι έχω ακούσει αφρικανούς φοιτητές, ή Ρώσους να μιλούν έξοχα ελληνικά με άριστη αίσθηση και μεγάλη ευθυβολία. (Καλύτερα από πολλούς γηγενείς, έλληνες βουλευτές).
Στην περίπτωση του νέου επικεφαλής το φαινόμενο ερμηνεύεται όχι μόνο ως μη-αίσθηση της γλώσσας, αλλά και ως άγνοια, ή ημιμάθεια της πολιτικής πραγματικότητας και ιστορίας. Αλλά είναι μάλλον και έλλειψη άλλων στοιχείων συγκρότησης και χαρακτήρος. Κι αυτό, ο στρεβλός τρόπος που μιλάει, το ότι παραβιάζει συχνά τα όρια και γίνεται προσβλητικός, ή αφόρητος, βοηθάει ακόμα περισσότερο στη διάλυση του καταστήματος.
Τώρα, δε, που ο φρέσκος πρόεδρος ξεκίνησε και ραδιοφωνική εκπομπή, συστήνουμε στον κ. Μπαμπινιώτη να την ακούει επιμελώς.