Μία αντίφαση που, κατά τη γνώμη μου, διαπίστωνες όταν πρωτογνώριζες τη Ρούλα Μητροπούλου ήταν το «ασύμβατο» ανάμεσα στο μικρό της όνομα και την εμφάνισή της. Το «Ρούλα», που έρχεται με τα «προικιά» άλλων εποχών, αποπνέει κάτι το ανάλαφρο, το κοριτσίστικο, παραπέμπει σε τρεχαλητό, σε παιχνίδι, σε ξέπλεκα μαλλιά. Τι σχέση μπορεί να είχε με αυτήν τη γοητευτική αλλά μάλλον αυστηρή κυρία με τα γκρι κοντοκουρεμένα μαλλιά και τα σκουρόχρωμα ταγέρ, τη «σιδηρά κυρία» του Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη, τη μόνη (και την πρώτη) γυναίκα στην κορυφή της ανδροκρατούμενης ιεραρχίας του; Και μετά, άρχιζε σιγά σιγά το «ξεφλούδισμα». Το σπάσιμο των αυστηρών γραμμών των ταγέρ, οι φωτεινές ρωγμές στα σκούρα χρώματα. Και όσο συνεργαζόσουν μαζί της, ξεπρόβαλλε από μέσα της αυτό το κορίτσι στο οποίο παρέπεμπε το όνομά της. Εως ότου η «κυρία Μητροπούλου» γινόταν σκέτο «Ρούλα». Χωρίς, ωστόσο, αυτή η «Ρούλα» να στερεί το παραμικρό από τον σεβασμό που ενέπνεε η «κυρία Μητροπούλου». Και τότε συνειδητοποιούσες την πολλαπλότητα αυτής της γυναίκας. Μόνο που οι πολλοί διαφορετικοί εαυτοί της, αντί να τη διαιρούν, την πολλαπλασίαζαν.
Είχα την τύχη να συνεργαστώ αρκετά χρόνια με τη Ρούλα Μητροπούλου, στον «Ταχυδρόμο» και το «Marie Claire», και μάλιστα σε μία από τις πιο παραγωγικές περιόδους του ελληνικού Τύπου. Μια μεταιχμιακή περίοδο που εφημερίδες και περιοδικά επανασυστήνονταν στο κοινό με ένα πιο διεθνές προφίλ αλλά και ένα πιο επιθετικό μάρκετινγκ. Ηταν η εποχή της έξαρσης της διαφήμισης και των προσφορών, τότε που το βάρος ενός εντύπου σε ζελατίνα, δηλαδή με τα «δώρα», ήταν ασήκωτο, το δε βάρος των ίδιων των περιοδικών έκανε σχεδόν αδύνατη την ανάγνωσή τους στο κρεβάτι (έσπαγε μύτη αν σε έπαιρνε ο ύπνος και σου ερχόταν ο «τόμος» καταπρόσωπο). Τότε ήταν που σε ένα «Marie Claire» Δεκεμβρίου είχαμε βγάλει, λόγω πληθώρας διαφημίσεων, τεύχος 600 σελίδων. Ενώ η χρήση της λέξης «διαφήμιση» ήταν, για τη Ρούλα, ένδειξη εκδοτικής ευφυΐας. «Τι περιμένεις από άνθρωπο που λέει τις διαφημίσεις ρεκλάμες», τη θυμάμαι να μουρμουρίζει.
Κοσμοπολίτισσα χωρίς ίχνος σουσουδισμού (οι δύο αυτές έννοιες μπερδεύονταν εκείνα τα χρόνια) και με έναν βαθύ και καταλυτικό αυτοσαρκασμό που της χρησίμευε και ως ένα είδος ασπίδας όταν έπρεπε να «εκτεθεί», λόγω της θέσης της, σε κοσμικές εκδηλώσεις και συναναστροφές. Και με ένα ακόμη πιο καταλυτικό χιούμορ που βοηθούσε να κρατηθούν οι εύθραυστες, σε έναν επαγγελματικό χώρο, ισορροπίες. Μια «εργασιακή μάνα» που μπορούσε συγχρόνως να είναι η καλύτερή σου φίλη, έτοιμη να «συνωμοτήσει» μαζί σου σε δημοσιογραφικές «σκανταλιές». Δηλαδή, να «περάσει» ένα θέμα που άλλοι θα θεωρούσαν προκλητικό ή εξεζητημένο. Φτάνει αυτός που το πρότεινε να μπορούσε να απαντήσει στην καθοριστική ερώτηση «Γιατί στον “Ταχυδρόμο” (ή το “Marie Claire”), γιατί τώρα;».
Η Ρούλα Μητροπούλου όμως, πάνω απ’ όλα, ήταν αποτελεσματική. Ανθρωπος της πράξης και της δράσης και όχι των θεωριών, αντιπαθούσε τις χρονοβόρες συσκέψεις και σε εκπαίδευε διά του παραδείγματος. Σήκωνε μανίκια (ενίοτε έβγαζε και παπούτσια) και βοηθούσε ώστε να βγει η δουλειά στην ώρα της. Εξάλλου, μία από τις κουβέντες της που κρατάω σαν «οδηγό ζωής» ήταν η προτροπή να μην παίρνουμε και πολύ στα σοβαρά τους εαυτούς μας. Μόνο τη δουλειά μας, κι αυτό όταν χρειάζεται.
Ενα χρωμοσαμπουάν
Είναι μια απολύτως χαρακτηριστική στιγμή της Ρούλας Μητροπούλου, απόλυτα ενδεικτική της ιδιοσυγκρασίας της. Ημουν στο γραφείο της και συζητούσαμε για κάποιο κρίσιμο θέμα στη δουλειά. Μπροστά της ήταν απλωμένος όλος ο «ανταγωνισμός», δηλαδή τα άλλα γυναικεία περιοδικά που είχαν κυκλοφορήσει εκείνη την ημέρα (την ίδια, σχεδόν, ημερομηνία κυκλοφορούσαν όλα). Μηχανικά, καθώς μιλούσε, άνοιγε τις ζελατίνες και έβαζε στην άκρη τις «προσφορές». Ανάμεσά τους και ένα προϊόν για το οποίο υπέθεσε ότι ήταν αφρός μαλλιών. «Κάτσε να βάλω λίγο, χάλια είναι σήμερα τα μαλλιά μου», μουρμούρισε, και έτσι, χωρίς καθρέφτη, άπλωσε στο κεφάλι της μια γενναία δόση. Σε ελάχιστα λεπτά είδα τα μαλλιά της να γίνονται κατακόκκινα αφού επρόκειτο για χρωμοσαμπουάν σε αφρό. Ξεκαρδισμένη πήγε στην τουαλέτα να λουστεί όπως όπως, αν και η κατάσταση σώθηκε, τελικά, στο κομμωτήριο.