Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα διαβάζοντας τη χθεσινή συνέντευξη του Αντώνη Σαμαρά στην «Καθημερινή» ήταν ότι τσάμπα πήγε η παράδοση από τον πρωθυπουργό στον πρώην πρωθυπουργό και στους ανθρώπους του της αυτοδιοίκησης στην Πελοπόννησο. Τσάμπα, δηλαδή, η αντικατάσταση του Παναγιώτη Νίκα από τον Δημήτρη Πτωχό και η επαναφορά στο κόμμα των αποτυχημένων υποψήφιων δημάρχων, του Πέτρου Δούκα στη Σπάρτη και του Δημήτρη Καμπόσου στο Αργος, πράξεις που πλήγωσαν σοβαρούς νεοδημοκράτες στις περιοχές τους και μάλλον εξέθεσαν τη ΝΔ παρά την ωφέλησαν.
Ο Αντώνης Σαμαράς, που οφείλουμε να πούμε ότι η πρωθυπουργία του σε μια δύσκολη περίοδο για τη χώρα είχε σοβαρά στοιχεία σύνεσης και υπευθυνότητας, με τη χθεσινή του συνέντευξη αμφισβήτησε δύο από τις κομβικές επιλογές της κυβέρνησης Κυριάκου Μητσοτάκη: την κινητικότητα στις σχέσεις με την Τουρκία και τον σχεδιασμό υπερψήφισης του γάμου των ομόφυλων ζευγαριών.
Η προσπάθεια προσέγγισης με την Τουρκία και της αποκατάστασης μιας θετικής ατζέντας ανάμεσα στις δύο χώρες, λέει ο πρώην πρωθυπουργός, είναι κακή επιλογή: όσο ο Ερντογάν συνεχίζει να συμπεριφέρεται ως «πειρατής» δεν υπάρχει καμία «θετική ατζέντα». Αναφέρθηκε, επίσης, στα τετελεσμένα σημειώνοντας: «Οσο (οι Τούρκοι) επιμένουν στο παράνομο τουρκολιβυκό μνημόνιο, όσο συνεχίζεται ο εποικισμός της Αμμοχώστου –τώρα μάλιστα θέλουν να φτιάξουν και… ναύσταθμο εκεί (!)–, όσο υποκινούν «μειονοτικά ζητήματα» σε Θράκη και Δωδεκάνησα, τι νόημα έχει να δημιουργούμε την εντύπωση ότι υπάρχουν περιθώρια «συνεννόησης» μεταξύ μας;».
Δυστυχώς για τον Αντώνη Σαμαρά, τον βαρύνει η στάση του για ανάλογα ζητήματα στο παρελθόν και, ιδίως, η στάση του στις σχέσεις με τη νυν Βόρεια Μακεδονία (στην ουσία, το μόνο θέμα που έλυσε, έστω και με ορισμένους δυσμενείς όρους σε βάρος μας, ο Αλέξης Τσίπρας). Η δογματική εμμονή του στο όνομα, επίσης θεμελιωμένη σε επιχειρήματα γεωπολιτικής και στην υποτιθέμενη άκαμπτη στάση του εθνικισμού της γειτονικής χώρας, παρέτεινε για πολλά χρόνια μια άνευ σημασίας εκκρεμότητα, ζημίωσε τη διεθνή θέση της Ελλάδας και έθεσε τέλος στην προσπάθεια του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη για μια πρώιμη φιλελεύθερη μεταρρύθμιση που ίσως μας είχε γλιτώσει από πολλά δεινά.
Οι ενστάσεις του για τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών, που η κυβέρνηση σχεδιάζει να νομοθετήσει, αντιβαίνουν, επίσης, σε μια πορεία μεταρρυθμίσεων, όχι μόνο οικονομικών αλλά και κοινωνικών, που θα μας φέρουν πιο κοντά στον δυτικό κόσμο. Στην ουσία, πρόκειται για την επέκταση του δικαιώματος σύναψης μιας πράξης αστικού δικαίου, κάτι που είναι δίκαιο – από τη στιγμή μάλιστα που ο πρώην πρωθυπουργός δεν αμφισβητεί το δικαίωμα κάθε προσώπου στην επιλογή της σεξουαλικής ταυτότητάς του. Αλλά τα επιχειρήματα που επικαλείται περί ανάγκης στήριξης της πυρηνικής οικογένειας, των οικογενειακών προτύπων και αντιμετώπισης του δημογραφικού διά της οικογένειας είναι παλιακά και ξεπερασμένα: οι κοινωνίες είναι συνθετότερες απ’ όσο τις ορίζει το σχήμα της πίστης στην οικογένεια, κι αυτό άλλωστε εκφράζεται στην πολλαπλή κρίση της οικογένειας στην κοινωνία μας, που πλήττει τα νεότερα μέλη της.
Κατανοώ, πάντως, ότι ο Αντώνης Σαμαράς ζητεί την προσπάθεια επαναφοράς στη ΝΔ της συντηρητικής ατζέντας στις πολιτικές επιλογές της. Οντως, η προσπάθεια του πρωθυπουργού να συνομιλήσει με το Κέντρο δεν πρέπει να σημαίνει εγκατάλειψη του δεξιού χαρακτήρα του κόμματος σε διάφορες φωνές που, αύριο, θα μπορούσαν να εκφραστούν με τον τρόπο ενός δεξιού λαϊκιστικού σχήματος. Τα παραδείγματα της Ολλανδίας και της ανόδου της Λεπέν της Γαλλίας δείχνουν έναν υπαρκτό κίνδυνο ο οποίος οφείλει να προβληματίσει τον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Το Βατερλώ του Ρίντλεϊ Σκοτ
Οι υπερπαραγωγές στον κινηματογράφο είναι πάντα μια πρόκληση: με πολλά μέσα, η ταινία αξίζει αν διαπεράσει τον εντυπωσιασμό, που είναι το βασικό όπλο του υπερθεάματος, διεισδύοντας σε ένα κέντρο. Το ίδιο στοίχημα έβαλε, για μια ιστορική μορφή όπως ο Ναπολέων, ο σκηνοθέτης Ρίντλεϊ Σκοτ, και απέτυχε πανηγυρικά. Το Βατερλώ του Ναπολέοντα έγινε το δικό του Βατερλώ.
Η ταινία, που προβάλλεται στους κινηματογράφους, τα έχει όλα: τεράστιο μπάτζετ, φοβερά σκηνικά, κορυφαίους ηθοποιούς, πλήθη κομπάρσων, άπαιχτα τεχνικά εφέ. Σκέφτομαι τον «Ναπολέοντα» του Αμπέλ Γκανς, ένα επίσης κινηματογραφικό αυτοκρατορικό όραμα της εποχής του βωβού, με τρομερές για την εποχή κινηματογραφικές ταινίες, που αν μη τι άλλο στόχευε την εθνική αποθέωση της Γαλλίας. Αυτή η νέα εκδοχή τι ήθελε να αποθέωσε;
Η ταινία του Ρίντλεϊ Σκοτ είναι μια ταινία που έχει τα πάντα – αλλά στην πραγματικότητα το μόνο που έχει είναι συστατικά: όλα, οι μάχες, τα τοπία, τα ιστορικά στοιχεία, οι ρόλοι είναι άψογα. Αλλά λείπει η ενοποιητική ματιά που θα τα κάνει λειτουργικά. Και κυρίως λείπει ο Ναπολέων. Αυτό που παριστάνει τον Ναπολέοντα είναι ένας χοντρούλης κολλημένος με μια ωραία που, κατά καιρούς, πάει στις μάχες (όλες με τη σειρά, όπως τις γράφει η Wikipedia) όπως εγώ πάω στο γήπεδο. Συγκίνηση; Απουσιάζει. Νόημα; Επίσης. Βαριέμαι.