Σαν ηχώ, ο θυμός που δίνει φτερά στους σημαιοφόρους των εθνικολαϊκιστικών πολιτικών εγχειρημάτων, εμφανίζεται σε διάφορες γωνιές του πλανήτη.
Ο Χαβιέρ Μιλέι στην Αργεντινή είναι άλλη μια περίπτωση ενός ευρέος κύματος – στο οποίο ξεχωρίζουν τα επεισόδια του Brexit, του Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ, του Ζαΐρ Μπολσονάρο στη Βραζιλία και της Τζόρτζια Μελόνι στην Ιταλία.
Ολοι αυτοί αντιπροσωπεύουν μια συνολική αλλαγή στο καθιερωμένο πολιτικό σύστημα – την απόρριψη όλων των παραδοσιακών επιλογών.
Το φαινόμενο της ηχούς, παρατηρεί η «El Pais», έγκειται στις πολλές ομοιότητες μεταξύ διαφορετικών στοιχείων αυτής της «αντιδραστικής Διεθνούς».
Αυτό όμως δεν αποκλείει ότι, ταυτόχρονα, υπάρχουν κάποιες σημαντικές διαφορές στα αίτια της επιτυχίας τους και στις προτάσεις τους.
Λόγω προσωπικών χαρακτηριστικών και πολιτικών προσεγγίσεων, ο Μιλέι είναι μια υπερβολική φιγούρα, ακόμη και στο πλαίσιο του ριζοσπαστικού κόσμου της «αντιδραστικής Διεθνούς». Η υπερβολή του αλυσοπρίονου του Μιλέι συνδέεται με το πνεύμα της απόρριψης των πάντων – αυτό που βλέπουμε ξανά και ξανά από την εθνικολαϊκιστική Διεθνή.
Το είδαμε στο Ηνωμένο Βασίλειο που ψήφισε υπέρ του Brexit, το είδαμε στις Ηνωμένες Πολιτείες που κατακτήθηκαν από τον Τραμπ και το σύνθημά του να «στραγγίξει τον βάλτο της Ουάσιγκτον».
Στην Ιταλία που κυβερνάται σήμερα από το μοναδικό κόμμα της Βουλής (τότε με μόνο 4%) που δεν υποστήριξε την κυβέρνηση εθνικής ενότητας κατά τη διάρκεια της πανδημίας, τους ακροδεξιούς Αδελφούς της Ιταλίας.
Το είδαμε και στη Βραζιλία που υποστήριξε τον Μπολσονάρο, ο οποίος δεν εκπροσωπούσε κανένα από τα κύρια κόμματα της χώρας.
Είναι η λαϊκιστική έκφραση ενός πολιτικού συστήματος που υποστηρίζεται από την οργή των πολιτών που αισθάνονται ότι το κράτος δεν τους εξυπηρετεί, δεν τους προστατεύει, δεν λειτουργεί υπέρ τους, ότι είναι προκατειλημμένο και σάπιο.
Αυτή η βαθιά απογοήτευση τροφοδοτεί τη διάθεση για ριζική αλλαγή και στηρίζει όσους κηρύττουν ένα λαϊκιστικό μείγμα δαιμονοποίησης της πολιτικής σκηνής, εθνικισμού, συντηρητισμού και ιστορικού ρεβιζιονισμού.
Οι ακραίοι λαϊκιστές ρίχνουν λάδι σε αυτή τη φωτιά εκμεταλλευόμενοι τις δυνατότητες της σύγχρονης εποχής.
Η πολιτική μεταφέρεται στο συναισθηματικό πεδίο και εκεί ο ορθολογισμός δύσκολα επικρατεί.
Αλλά αυτή η κοινή ρίζα δεν πρέπει να θολώνει τις διαφορές.
Η απογοήτευση τροφοδοτείται, ανάλογα με την περίπτωση, από δυσαρέσκεια λόγω εθνικών ή παγκόσμιων αιτιών σε διαφορετικές αναλογίες. Στην περίπτωση της Αργεντινής, είναι προφανές ότι η νίκη του Μιλέι αποτελεί ολοκληρωτική απόρριψη της διαχείρισης του περονισμού.
Ομοίως, η επιτυχία του Μπολσονάρο τροφοδοτήθηκε από τη βαθιά ριζωμένη αντίθεση στο Εργατικό Κόμμα του προέδρου Λούλα. Σε άλλες περιπτώσεις, η εθνικολαϊκιστική άνοδος ανταποκρίνεται σε μεγαλύτερο βαθμό στα παγκόσμια φαινόμενα, σε ένα ένστικτο προστατευτισμού μπροστά στις παγκόσμιες αντιξοότητες, στις εξελίξεις ενός διασυνδεδεμένου κόσμου, στις μεταναστευτικές κινήσεις, στην κλιματική αλλαγή και τις προκλήσεις της.
Και σε αυτό το τμήμα, η σοσιαλδημοκρατία έχει πληρώσει για λάθη του παρελθόντος, την προσήλωσή της για μεγάλο χρονικό διάστημα σε αξίες με φιλελεύθερο άρωμα, που την έκανε ελάχιστα να διακρίνεται από τη μετριοπαθή Δεξιά. Αλλά σε αυτή την περίπτωση ένα γενικό μέλλον του κόσμου που δεν είναι άμεση ευθύνη της Αριστεράς φαίνεται να έχει μεγαλύτερη επιρροή.
Δυστυχώς, όπως συμφωνούν οι πιο έγκυρες διεθνείς μελέτες για το θέμα, η ποιότητα της δημοκρατίας μειώνεται σε πολλά μέρη στον κόσμο.
Η παραδοσιακή συντηρητική Δεξιά, εν μέσω πανικού λόγω της ανόδου ακραίων εθνικολαϊκιστικών προτάσεων που την εκμηδενίζουν (Γαλλία, Ιταλία) ή συμπιέζουν τον χώρο της με τρόπο που καθιστά αδύνατη τη διακυβέρνηση χωρίς αυτές, αποφασίζει όλο και πιο συχνά να συνεργαστεί με τους ακραίους ή ακόμη και να χρησιμοποιήσει τα επιχειρήματά τους.
Οσο για τη σοσιαλδημοκρατία, πληρώνει για το λάθος να μην ξεχωρίζει από τη μετριοπαθή Δεξιά.
Είναι όμως απαραίτητο, τονίζει η «El Pais», να αναλυθεί σε βάθος το φάσμα των ενεργειών και των αποτυχιών που, από τους τομείς της μετριοπάθειας και του προοδευτισμού, έχουν διευκολύνει το φαινόμενο του εθνικολαϊκιστικού κύματος στο δυτικό ημισφαίριο, έναν πολύ σοβαρό κίνδυνο για τη διατήρηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων και, σε ορισμένες περιπτώσεις, των πιο βασικών δημοκρατικών αξιών.